Ο "Δράκος" του Σέιχ Σου

Οι φήμες, οι "ανώμαλοι", το χάος, οι θεωρίες συνωμοσίας, ο λάθος ύποπτος, η δολοφονία Λαμπράκη, οι παιδεραστές, ο εθισμός, η "παραδοχή" και η εξομολόγηση λίγο πριν το θάνατο. Ο Zastro καταγράφει την ιστορία του "Δράκου" του Σέι Σου με όλες τις ανατριχιαστικές λεπτομέρειες.

Ο "Δράκος" του Σέιχ Σου

Είχε ομίχλη εκείνο το απόγευμα στη Θεσσαλονίκη, το κρύο τσουχτερό αλλά υποφερτό, δεν σου τσάκιζε τα κόκαλα. Είχε αρχίσει να σουρουπώνει και τα παιδιά που έπαιζαν μπάλα στην αλάνα πίσω από το δημοτικό σχολείο στον Άγιο Παύλο έπρεπε να επιστρέψουν σπίτι. «Λίγο ακόμα» όπως ίσχυε πάντα. Τα πέντε λεπτά που γίνονταν δέκα, μετά δεκαπέντε, μέχρι που διέκοπταν το παιχνίδι οι φωνές από τα σπίτια και τις μανάδες που απειλούσαν ότι «θα το πω στον πατέρα σου μόλις επιστρέψει απ’ τη δουλειά». Σε ένα από τα τελευταία σουτ η μπάλα έφυγε προς το δάσος, κύλησε μακριά. Πήγε να την πάρει ο πιτσιρίκος της παρέας, ο δωδεκάχρονος Γιάννης Κρεωνίδης, που σάστισε και μαρμάρωσε απ’ τον τρόμο. Δυο ματωμένες μεγάλες πέτρες, ένα κακοστρωμένο τραπεζομάντηλο, ένα παλτό να κρέμεται στο κλαδί του δέντρου, μια γωνιά ψωμί κάτω στο χώμα. Η παρέα πίσω φώναζε, ο Γιάννης είχε μείνει ακίνητος και δεν μπορούσε να ψελλίσει λέξη. Ένας άνδρας και μια γυναίκα πνιγμένοι στο αίμα ακίνητοι κάτω, παγωμένοι. Μόλις συνήλθε από το πρώτο ισχυρό σοκ έβαλε τις φωνές, κάλεσε έντρομος βοήθεια.

Ο "Δράκος" του Σέιχ Σου

Έσπευσαν αμέσως περαστικοί και γείτονες, μετά η αστυνομία. Δεν υπήρχαν κινητά, καλά καλά δεν υπήρχαν τηλέφωνα, τα λιγοστά δίκτυα είχαν καταστραφεί στην Κατοχή και μετά με τον Εμφύλιο. Η Ελλάδα στα τέλη της δεκαετίας του ’50 δεν έχει ξεκαθαρίσει μέσα της τον πόλεμο, μαστίζεται από σκληρή φτώχεια, ειδικά στο βορρά η κατάσταση είναι περίπου δραματική. Πείνα, ανέχεια, κρύο, αρρώστιες. Οι διέξοδοι ελάχιστες, μηδαμινές. Το δάσος του Σέιχ Σου στις παρυφές του Χορτιάτη, θεωρείτο κατάλληλος τόπος συνάντησης για ζευγαράκια, νόμιμα και παράνομα.

Ο "Δράκος" του Σέιχ Σου

Ο έρωτας ήταν διέξοδος, όπως και το ποδόσφαιρο εκείνη την εποχή. Μετά από αγώνα του Άρη στο Χαριλάου ξεκίνησε να βρει την αγαπημένη του Ελεωνόρα ο Θανάσης Παναγιώτου για ένα ρομαντικό πικ νικ όπως συνηθιζόταν εκείνα τα χρόνια.

Οι φήμες και οι “ανώμαλοι”

Τους επιτέθηκαν με πέτρες ένας ή δύο άνδρες μόλις βράδιασε, βίασαν την κοπέλα και τους παράτησαν αιμόφυρτους. Δεν είχαν πεθάνει αμφότεροι επειδή το κρύο τη νύχτα σταμάτησε την αιμορραγία κι έτσι τους βρήκε ο πιτσιρίκος την επόμενη. Ο άνδρας σε αφασία, η γυναίκα δεν μπορούσε να αρθρώσει λέξη. Το σοκ για την κλειστή κοινωνία της Θεσσαλονίκης πολύ ισχυρό, κρούσματα στο Σέιχ Σου υπήρχαν πάντα, κυρίως με ηδονοβλεψίες ή «ανώμαλους» όπως έλεγαν τότε. Ποτέ τόσο αποτρόπαιο έγκλημα όπως εκείνο της 19ης Φεβρουαρίου. Από στόμα σε στόμα ξεκινούν οι πρώτες περιγραφές, οι πρώτες υπερβολές, το καθεστώς εκφοβισμού. Το γεγονός όμως θα ξεχαστεί γρήγορα, τα προβλήματα σε κάθε επίπεδο είναι πολύ σοβαρότερα από ένα μεμονωμένο περιστατικό στον κέδρινο λόφο όπως λεγόταν το Σέιχ Σου πριν τη βρύση στον τουρμπέ του Σεΐχη (σέιχ σου σημαίνει το νερό του σεΐχη) στα Χίλια Δέντρα.

Ο "Δράκος" του Σέιχ Σου

Μέχρι που 17 μέρες αργότερα έρχεται και δεύτερο περιστατικό: 6 Μαρτίου του ’59 στη Μίκρα, ο Ίλαρχος Ραΐσης και η φίλη του Ευδοξία, δολοφονούνται με πέτρες. Προκύπτει ότι η άτυχη γυναίκα έχει πέσει και πάλι θύμα βιασμού προ τη δολοφονίας, το έγκλημα μοιάζει πάρα πολύ με εκείνο στο Σέιχ Σου για να αγνοηθεί η σύμπτωση. Στη Θεσσαλονίκη βασιλεύει ο τρόμος, ακούγεται για πρώτη φορά «ο Δράκος του Σέιχ Σου» που σαν μπαμπούλας παραμονεύει ζευγαράκια και νεαρές κοπέλες πέριξ του δάσους. Τη χαριστική βολή θα δώσει η δολοφονία της Μελπομένης Πατρικίου, ράφτρας στο τότε δημοτικό νοσοκομείο του Αγίου Παύλου, η οποία επίσης βιάζεται και δολοφονείται στο μικρό σπίτι υπηρεσίας όπου διέμενε. Το σπιτάκι «ακουμπούσε» κι αυτό στο Σέιχ Σου και αυτή τη φορά υπήρχε και μάρτυρας αφού το θύμα το ακολούθησε και η φίλη της που φευγαλέα είδε και το «Δράκο».

Από το χάος στις θεωρίες συνωμοσίας

Πανικός. Η Θεσσαλονίκη δεν άντεξε το τρίτο πλήγμα, στην πόλη επικράτησε χάος, όλα γίνονταν υπό το καθεστώς φόβου, οι γονείς κλείδωναν τα παιδιά στα σπίτια, σίδερα πίσω από τις πόρτες, απαγόρευση της κυκλοφορίας νυχτερινές ώρες, ο τρόμος είχε κυριεύσει την πόλη. Ο Δράκος κατά τις περιγραφές ήταν θηριώδης, ψηλός, μελαχροινός, με βλέμμα που σε πάγωνε όπως κατέθεσε η μάρτυρας. Είχε χτυπήσει τρεις φορές σε λιγότερο από 40 μέρες, εκείνη την εποχή κατά συρροήν δολοφόνοι δεν υπήρχαν, αποτρόπαια εγκλήματα δεν ήταν στην ημερήσια διάταξη γιατί η πληροφορία ούτε ταξίδευε γρήγορα ούτε υπήρχαν τα μέσα διάδοσης του σήμερα. Ειδικά στη Θεσσαλονίκη που ανέκαθεν ήταν ένα μεγάλο χωριό που όλοι γνωρίζονται μεταξύ τους, η αίσθηση της παρουσίας του Δράκου γεννούσε αμέτρητα συνωμοσιολογικά σενάρια, απίθανες υπερβολές, ένα απόλυτο χάος με κόσμο κλειδαμπαρωμένο στα σπίτια, κορίτσια τρομοκρατημένα, ζευγάρια εξαφανισμένα.

Οι ανακρίσεις και οι έρευνες δύσκολες, παρόλο που η Εισαγγελία είχε θέσει το Δράκο πρώτη προτεραιότητα. Καταγγελίες αμέτρητες, έφταναν δυο σμιχτά φρύδια και αμέσως ήσουν ο Δράκος. Η αστυνομία δεχόταν κλήσεις ολημερίς, «είδα το Δράκο στο Καπάνι», «ο Δράκος πέρασε από την Τσιμισκή», ο «Δράκος μένει στην Άνω Πόλη», «ο Δράκος εθεάθη στο Μοδιανό», ο Δράκος το ένα, ο Δράκος το άλλο. Ο Δράκος όμως είχε σιγήσει και δεν έδινε την ευκαιρία στην αστυνομία να τον συλλάβει. Ένα πρωινό στη Γενική Ασφάλεια κατέφθασε μια καταγγελία πως ο Δράκος εμφανίστηκε στο Βαρδάρη, κοντά στον παλίο σταθμό, ότι κυκλοφορεί φορώντας το μάλλινο πουλόβερ της περιγραφής της μάρτυρος, είναι σίγουρα εκείνος. Η αστυνομία κινητοποιήθηκε άμεσα και πέρασε χειροπέδες σε ένα ψηλό και εύσωμο άντρα: ήταν ο τερματοφύλακας του Ηρακλή, Γιώργος Χιώτης, τότε αερονόμος που μόλις είχε επιστρέψει από περιοδεία με τον Ηρακλή σε διάφορες πόλεις της βορείου Ελλάδος.

Λάθος ύποπτος και παρεξήγηση

Ο Χιώτης όντως ταίριαζε στις περιγραφές, ήταν μελαχροινός, σκουρόχρωμος, θηριώδης, εύσωμος. Οδηγήθηκε στα κεντρικά της Γενικής Ασφάλειας, ανακρίθηκε με λύσσα, ταλαιπωρήθηκε αφάνταστα. Η μάνα του πήγε να πεθάνει από τη στενοχώρια και τη «ντροπή» (όποιος έχει ζήσει τη Θεσσαλονίκη αντιλαμβάνεται πλήρως), δεν τολμούσε να κυκλοφορήσει στη γειτονιά μέχρι να αποδειχθεί ότι επρόκειτο για παρεξήγηση. Ο Χιώτης ουσιαστικά από εκείνη την ιστορία εγκατέλειψε το ποδόσφαιρο, ούτως ή άλλως στον Ηρακλή ήταν στη σκιά του σπουδαίου γκολκήπερ Κώστα Καραπατή, η ιστορία του Δράκου όμως τον έκανε να καταρρεύσει. Μέσες άκρες αυτό ήταν και το δράμα ολόκληρης της πόλης, μιας πόλης που μεγιστοποιεί το καθετί και υπερβάλλει παντού. Ο Δράκος είχε σιγήσει, αλλά η πόλη τον φοβόταν ακόμα, άνθρωποι οδηγούνταν στην εισαγγελία απλώς και μόνο επειδή ήταν ψηλοί ή μελαχρινοί, επειδή είχαν άγριο βλέμμα.

Ο "Δράκος" του Σέιχ Σου

Ξεκινούν οι πρώτες «πληροφορίες»: ο Δράκος είναι γιος πολιτικού, είναι ο Αίας, ο πλούσιος αλλά μανιοκαταθλιπτικός γιος του Σκλαβούνου με τη βίλα στο Σέιχ Σου, ο Δράκος είναι γνωστός βιομήχανος, ο Δράκος το έσκασε στην Αθήνα, στην Αμερική, στην Αυστραλία. Η συνωμοσιολογία έχει χτυπήσει κόκκινα, όλοι έχουν κάποιο γνωστό που «ξέρει», του «είπαν απ’ την Ασφάλεια», «τον κρύβει η ΕΡΕ» και ούτω καθ’ εξής. Πάρα πολύ σημαντική παράμετρος και διάσταση όσων ακολούθησαν παίζει η πολιτική και κοινωνική κατάσταση στη χώρα, εξ ου και η αναφορά στην ΕΡΕ. Ο καιρός από το τελευταίο χτύπημα έχει περάσει, κρούσμα δεν υπάρχει παρά τη σύνδεση κάθε εγκλήματος με το Δράκο και όλη η προσοχή έχει επικεντρωθεί στην πολύ εύθραστη πολιτική κατάσταση. Μετά τις εκλογές «βίας και νοθείας» του 1961 το κλίμα στη χώρα ήταν κάτι παραπάνω από δυναμιτισμένο, ο εμφύλιος δεν είχε τελειώσει ποτέ.

Η δολοφονία Λαμπράκη και το νέο έγκλημα

Όταν το Μάιο του 1963 ο Γρηγόρης Λαμπράκης, Βουλευτής της ΕΔΑ, ξεκινούσε από το ξενοδοχείο «Κοσμοπολίτ» για την εκδήλωση Επιτροπής για την Ειρήνη, η Θεσσαλονίκη ζούσε και πάλι σε ρυθμούς Χιτών και Ταγματασφαλιτών. Ένταση, εκφοβισμοί, τραμπουκισμοί, η «Καρφίτσα».

Ο "Δράκος" του Σέιχ Σου

Ο Λαμπράκης δολοφονείται 22 Μαΐου του 1963, διακομίζεται στο ΑΧΕΠΑ σε κωματώδη κατάσταση, καταλήγει στις 27 Μαΐου σε ηλικία 51 ετών και ο θάνατός του πυροδοτεί απίστευτες κοινωνικοπολιτικές εξελίξεις στη χώρα. Η Κυβέρνηση σχεδόν διαλύεται, το καλοκαίρι είναι από τα θερμότερα όλων των εποχών, προκηρύσσονται άμεσα Εκλογές για 3 Νοεμβρίου, μόλις μια διετία μετά από τις προηγούμενες με το Γεώργιο Παπανδρέου της Ένωσης Κέντρου να διαφωνεί με το Σοφοκλή Βενιζέλο, την ΕΡΕ να διοικείται από τριμελή Επιτροπή, την ΕΔΑ και τον Ιωάννη Πασαλίδη να ζητεί οικουμενική κυβέρνηση και να διαφωνεί ολοσχερώς με την απόφαση του Παύλου και της υπηρεσιακής Κυβέρνησης Πιπινέλη.

Ο "Δράκος" του Σέιχ Σου

Η ΕΡΕ χάνει σχεδόν δώδεκα μονάδες, η Ένωση Κέντρου κερδίζει τις Εκλογές με σχετική όμως πλειοψηφία, η ΕΔΑ ενισχύεται με έξι ολόκληρες μονάδες και «ακουμπάει» στο 14,5%. Νέο πολιτικό χάος χωρίς κοινοβουλευτική πλειοψηφία, ο Καραμανλής αποχωρεί για το Παρίσι μετά την απόφαση του στέμματος να δώσει εντολή σχηματισμού Κυβέρνησης (και όχι διερευνητική) στον Παπανδρέου, δηλώνοντας ότι «αποχωρεί οριστικώς και αμετακλήτως από τον πολιτικό στίβο». Την ημέρα που πρώτη είδηση στις εφημερίδες είναι η απόφαση του πρώην Πρωθυπουργού και η χώρα βράζει, στο ορφανοτροφείο Μέγας Αλέξανδρος, πηδάει τη μάντρα ένας μεθυσμένος και μαστουρωμένος τύπος σε αναζήτηση «γυναικείας συντροφιάς» όπως ανέφερε στην κατάθεσή του. Είχε βάλει στο μάτι μια 11χρονη τρόφιμο, ένα κοριτσάκι ανεπτυγμένο που μόλις είδε το μαστούρη να πηδάει τη μάντρα, έβαλε τις φωνές και ο καχεκτικός άνδρας συνελήφθη. Ο άνδρας αυτός ονομαζόταν Αριστείδης Παγκρατίδης.

Ο "Δράκος" του Σέιχ Σου

Η ιστορία του είναι ανατριχιαστική, βγαλμένη από thriller του Stephen King. Η οικογένεια πάμπτωχη, από τα Λαγκαδίκια, ένα χωριό ανάμεσα στην Κορώνεια και τη Βόλβη. Οι δικοί του βοηθούσαν στα χωράφια, ο πατέρας του αξιωματικός του Εθνικού Στρατού με «παρελθόν». Αυτό το παρελθόν τον δολοφόνησε μπροστά στα μάτια του γιου του που είδε τον πατέρα του να ξεψυχά από τις μαχαιριές συγχωριανού του της «άλλης πλευράς». Αυτός ήταν ο εμφύλιος στην Ελλάδα και να μην σας προξενεί εντύπωση η στυγερή αναφορά στη δολοφονία. Η μάνα με τα παιδιά είναι αδύνατον να παραμείνει στο χωριό, μαζεύει σε ένα σεντόνι τα λιγοστά υπάρχοντα και μετακομίζει σε ένα παράπηγμα στην Τούμπα. Ο μικρός Αριστείδης πολύ γρήγορα εγκαταλείπει το σχολείο, σε τρεις χρονιές δεν βγάζει την πρώτη δημοτικού. Η μάνα του να παλεύει ξενοπλένοντας και παρακαλώντας για ένα πιάτο φαΐ για τα τρία της παιδιά.

Στο έλεος των παιδεραστών και του εθισμού

Ο μικρός μεγαλώνει στα χαλίκια, στις αλάνες της Τούμπας, είναι κλειστό και δύσκολο παιδί, η πείνα το οδηγεί πολύ γρήγορα στην παρανομία και την αλητεία. Στην αρχή μικροκλοπές, μετά τσιγάρο, πιο μετά ναρκωτικά. Απ’ τα δώδεκα καταφεύγει στη πορνεία, εκδίδει το κορμάκι του σε παιδεραστές για μερικές δραχμές, άλλοτε του δίνουν απλώς ένα πιάτο φαΐ, μια μπομπότα, δυο κονσέρβες. Το παιδί όταν συλλαμβάνεται να κλέβει ένα ποδήλατο και οδηγείται στο αναμορφωτήριο της Κέρκυρας είναι ήδη «χαλασμένο», μια χαμένη υπόθεση για την ελληνική κοινωνία της δεκαετίας του ’50. Ενηλικιώνεται και επιστρέφει στη Θεσσαλονίκη, μετά από μια πολύ σύντομη διαμονή στην Αθήνα που έκανε το χαμάλη. Στην ουσία ήταν ένας χρήστης, ένας άνθρωπος με ψυχολογικά προβλήματα, ένας νεαρός που κατέφευγε στην πορνεία κάθε που δεν έβρισκε ένα πιάτο φαγητό να τον περιμένει.

Η οικογένεια διαλυμένη, το παράπηγμα στην Τούμπα κι αυτό χαμένο. Αρκούσε να του υποσχεθείς 10 και 15 δραχμές για να κάνει το οτιδήποτε. Πότε έκανε ακροβατικά με μηχανές της εποχής στο «γύρο του θανάτου», πότε τον επιβήτορα σε σκοτεινά ομοφυλοφιλικά στέκια στα Σφαγεία, πότε υπέμενε τους επιβήτορες σε λερωμένα καλντερίμια στο Ντεπώ. Δεν είχε πεθάνει από υπερβολική δόση απλώς επειδή δεν είχε ποτέ τα χρήματα για να το κάνει. Όσο περνούσε ο καιρός, ο Παγκρατίδης «χαλούσε» ακόμα περισσότερο, θαλπωρή δεν έβρισκε πουθενά, αποδεκτός δεν ήταν πουθενά, μόνο στα παιδικά μάτια έβρισκε ζέστη και πολύ γρήγορα το παρεξήγησε και εξελίχθηκε και ο ίδιος σε παιδεραστή. Όταν σάλταρε στη μάντρα του Μεγάλου Αλεξάνδρου, ήταν ήδη πολύ επικίνδυνος, όχι όμως τόσο ώστε να σκοτώσει όπως ορκιζόταν αργότερα.

Η “παραδοχή”

Η αστυνομία τον συνέλαβε, σε λίγες ώρες είχε ομολογήσει ότι είναι ο «Δράκος» του Σέιχ Σου, ανέλαβε την πλήρη ευθύνη για όλα τα εγκλήματα, ήταν ατάραχος στην αναπαράσταση, κυνικός στις περιγραφές. Καταδικάστηκε πολύ γρήγορα για την απόπειρα βιασμού του μικρού κοριτσιού στο ορφανοτροφείο, το 1964 είχε ήδη μια ποινή κάθειρξης 14 ετών που επρόκειτο να εκτίσει στο Γεντί Κουλέ. Ο Εισαγγελέας τον περιγράφει ως εξής: «ο Παγκρατίδης, ουδεμιάς τυχών επιμελείας και διαπαιδαγωγήσεως, ετράπη εις την οδόν της διαφθοράς αποκτήσας πολλάς ανωμαλίας χαρακτήρος και διαστροφάς ως κίναιδος προς χρηματισμόν, ενεργητικός ομοφυλόφιλος, ηδονοβλεψίας, κλέπτης, υπεξαιρέτης, πότης, λιποτάκτης και καταχραστής χασίς». Το θέμα στην προκειμένη περίπτωση ήταν πως ο Παγκρατίδης δεν ήταν ούτε ψηλός, ούτε εύσωμος, ούτε μελαμψός. Μολαταύτα, ομολόγησε.

Ο "Δράκος" του Σέιχ Σου

Η σύμπτωση με τη δολοφονία Λαμπράκη, με τη γενικότερη πολιτική αστάθεια και τις ειδικές συνθήκες που επικρατούσαν στη Θεσσαλονίκη γεννά πολλά ερωτήματα, όπως και οι αντικρουόμενες μαρτυρίες, με πρώτη και καλύτερη τη μεταστροφή του ίδιου του Παγκρατίδη, ο οποίος μετά την ομολογία και την αναπαράσταση που έκανε για τα εγκλήματα, εξομολογήθηκε πως τον τάιζαν σαρδέλες και τον άφηναν να πεθάνει από τη δίψα, τον χτυπούσαν, τον απειλούσαν, τον ανάγκασαν να πει όσα είπε σχετικά με το ότι είναι ο Δράκος του Σέιχ Σου. Η Θεσσαλονίκη μετά τη σύλληψη ηρέμησε, κυρίως πήρε τα πάνω της η νεκρωμένη αγορά, τα εμπορικά καταστήματα που έκλειναν άρον άρον από το σούρουπο. Η νοσοκόμος που είδε το Δράκο μέσα στο μικρό σπιτάκι στο δημοτικό νοσοκομείο ουδέποτε τον αναγνώρισε, ήταν σχεδόν βέβαιη ότι δεν είναι αυτός, δεν είχε καμία σχέση η σωματοδομή του με εκείνη του Δράκου. Όπως κατέθεσε η ίδια «το μόνο που μου θύμισε το Δράκο ήταν το βλέμμα. Ήταν βλέμμα δολοφόνου, το βλέμμα ενός σχιζοφρενούς».

Η δίκη είχε ξεκινήσει το 1966, από τη μία ήταν ο κατάλληλος στόχος για την ηθική της εποχής, από την άλλη το παρουσιαστικό του δεν παρέπεμπε σε Δράκο, δεν ήταν δυνατόν ένας τόσο καχεκτικός άνθρωπος να ακινητοποιήσει τον Ίλαρχο, να σκοτώσει το Ραΐση που ήταν δυο φορές το μέγεθός του. Ο φωτορεπόρτερ Γιάννης Κυριακίδης, ο μοναδικός παριστάμενος κατά την αναπαράσταση διηγείται: «Εκείνος ο άτιμος Υπομοίραρχος που ήθελε να πάρει κι άλλα γαλόνια κατέστρεψε τον Παγκρατίδη. Τον βασάνιζε και τον έβαζε να ομολογήσει με το ζόρι. Θυμάμαι τον παπά που τον εξομολόγησε λίγο πριν την εκτέλεση. Έπεσε στην αγκαλιά μου κι έκλαιγε. Τόσο σίγουρος ήταν για την αθωότητά του Αριστείδη. Κάθε φορά που τον προέτρεπε να εξομολογηθεί εκείνος του απαντούσε κλαίγοντας: “Είμαι π@ύστης, έκλεψα, ζητιάνεψα, όμως δε σκότωσα”. Εκεί όμως που βεβαιώθηκα ήταν κατά τη τραγική στιγμή της καταδίκης του. Έχω ακόμα μπροστά μου την εικόνα του. Στο άκουσμα της θανατικής του ποινής, σήκωσε τα χέρια του απελπισμένος και μούγκρισε σαν άγριο θηρίο. Ανατρίχιασα όταν τον άκουσα να φωνάζει με όλες τις φλέβες πεταγμένες στο πρόσωπό του “ΕΙΜΑΙ ΑΘΩΟΣ”. Σείστηκε το δικαστήριο. Εκείνη την ώρα, η επαγγελματική μου εμπειρία και η διαίσθησή μου, μ’ έπεισαν ότι αυτός ο άνθρωπος δεν ήταν ο δολοφόνος. Είναι όμως και κάτι άλλο. Μετά τα γεγονότα, ήρθε μια μέρα ξαφνικά στο γραφείο μου ο διοικητής της εγκληματολογικής υπηρεσίας. Φαινόταν προβληματισμένος και ανήσυχος. Έκτοτε ξανάρθε πολλές φορές. Μου φάνηκε περίεργο. Μια μέρα δεν άντεξε και τον έπιασαν τα κλάματα. “Κοντεύω να σκάσω”, μου είπε, “έχω βάρος στη ψυχή μου. Εγώ έκανα την έρευνα. Οι πέτρες, τα δακτυλικά αποτυπώματα και τα λοιπά στοιχεία, δεν έχουν καμία σχέση με τον Παγκρατίδη”. Του λέω δώσε μου στοιχεία και αναλαμβάνω την ευθύνη εγώ. Μου απάντησε ότι τον απειλούσαν με τη ζωή της κόρης του και δε τολμούσε, φοβόταν. Πέθανε πριν πέντε χρόνια και πήρε το μυστικό μαζί του. Πιθανότατα οι δράστες πρέπει να βρίσκονται στη ζωή κι έχουν σίγουρα μεγάλη οικονομική ή άλλη ισχύ αλλιώς δε θα υπήρχε ακόμη τόσος φόβος. Για μένα ο Αριστείδης Παγκρατίδης είναι 1000% αθώος. Θέλω να το ξεκαθαρίσω αυτό για να έχω ήσυχη τη συνείδησή μου. Είμαι 80 ετών και δε θέλω να φύγω όπως ο Ταγματάρχης που έμεινε με το βάρος στη ψυχή του παίρνοντας το μυστικό μαζί του».

Εξομολόγηση λίγο πριν το θάνατο

Ο Κυριακίδης αναφερόταν στον Κώστα Αντωνίου, τότε Διευθυντή Σήμανσης της Ασφάλειας Θεσσαλονίκης, που πριν πεθάνει κι εκείνος, εξομολογήθηκε στην κόρη του πως ο Παγκρατίδης ήταν αθώος. Ο δράκος κατά τη γνώμη του, ήταν γόνος κάποιας γνωστής πλούσιας οικογένειας που γεννήθηκε σχιζοφρενής, η οικογένεια τον πήγε σε όλο τον κόσμο από ανατολή σε δύση, δεν κατόρθωσαν όμως να τον γιατρέψουν και έτσι συνέχισε τη δράση του μέχρι που το θέμα διογκώθηκε και αναγκάστηκαν να τον διώξουν από τη Θεσσαλονίκη. Οι υπόνοιες ήταν πολύ έντονες, αλλά δεν βρέθηκε ποτέ το θάρρος να εξεταστεί και έτερος ύποπτος, ειδικά τον καιρό της δίκης που είχε λάβει τεράστιες διαστάσεις, η μάχη να αποδειχτεί η ενοχή ήταν πρωτοφανής, παρά το γεγονός ότι ο Παγκρατίδης είχε ανασκευάσει. Ωστόσο πλην της ομολογίας, τα υπόλοιπα στοιχεία δεν καταδείκνυαν ενοχή.

Εν πρώτοις τα εγκλήματα είχαν την ίδια τεχνοτροπία, αλλά ήταν αδύνατον να διαπραχθούν από ένα άτομο, ειδικά στην περίπτωση των φόνων της Μίκρας, όπου ο δράστης ή οι δράστες χρησιμοποίησαν το αυτοκίνητο. Ο Παγκρατίδης δεν ήξερε να οδηγεί, δεν εξετάστηκε το αίμα, τα αποτυπώματα, οι τρίχες στα νύχια των θυμάτων, κυρίως η αντίφαση στο θύμα στο σπιτάκι στο νοσοκομείο: «διά λίθου εις το κρανίον, την έρριψεν χαμαί εκτάδην επί του τάπητος, αφήρεσεν την σκελέαν της και ησέλγησεν επ αυτής κατά φύσιν». Από τα έγγραφα και την ιατροδικαστική έκθεση όμως προκύπτει ότι δεν υπήρχε βιασμός, ούτε ίχνος σεξουαλικής πράξης, αφού το θύμα «ετάφη παρθένος». Ο Παγκρατίδης ερωτάται από το δικαστήριο επ’ αυτού και ανασκευάζει επί τόπου, οι συνήγοροί του απορούν, ο ίδιος ισχυρίζεται ότι μπερδέυτηκε και δεν ασέλγησε στην κοπέλα «για να μην τη χαλάσει επειδή ήταν παρθένα».

Ο "Δράκος" του Σέιχ Σου

Ο συγγραφέας Σάκης Σερέφας θα γράψει για εκείνη τη δίκη: «Μια τοπική κοινωνία καθαρμάτων μαζί με την αστυνομική και δικαστική εξουσία έβαλαν στη μέση έναν ανθρωπάκο και τον κατασπάραξαν. Έναν αλητάκο που λειτουργούσε ως οπή ηδονής για τα αποβράσματα, προερχόμενος από μια οικογένεια που μάτωσε στον Eμφύλιο. Παράλληλα μια ανθρωποφαγική τοπική κοινωνία, το παρακράτος στα ντουζένια του, και η αστυνομία που έβγαζε άφοβα τα νύχια της και που η δικαστική εξουσία με τη σειρά της λίμαρε θωπευτικά. Tο θέμα δεν είναι αν ήταν αθώος ή ένοχος, αλλά ότι δεν είχε δίκαιη δίκη καθιστώντας την εκτέλεσή του εγκληματική». Τη ιδίας άποψης και μάλιστα κατηγορηματικός, είναι και ο δημοσιογράφος Κώστας Τσαρούχας που εξέδωσε το βιβλίο «Ο Δράκος που διέφυγε» και ισχυρίζεται αφ’ ενός ότι γνωρίζει την ταυτότητα του Δράκου και αφ’ ετέρου ότι ο Παγκρατίδης ήταν αθώος.

“Μάνα, είμαι αθώος”

O Aριστείδης Παγκρατίδης έμεινε στο Γεντί Kουλέ, στο Eπταπύργιο, δύο χρόνια. Mέχρι το ξημέρωμα της 6ης Φεβρουαρίου του 1968, που οδηγήθηκε στο παγερό τοπίο του ίδιου του Σέιχ Σου όπου εκτελέστηκε στις 7 και κάτι το πρωί. Η μοίρα θέλησε να εκτελεστεί σε μια Ελλάδα με καταλελυμένη δημοκρατία, αφού η χώρα δεν άντεξε τα απόνερα του Εμφυλίου, δεν διαχειρίστηκε ποτέ τη φτώχεια και το συσσωρευμένο μίσος της. Oι τελευταίες του φράσεις με τα μάτια δεμένα, λίγο πριν ακουστούν οι ριπές του εκτελεστικού αποσπάσματος, ήταν «μανούλα μου γλυκιά, είμαι αθώος». Κανείς δεν ξέρει αν ήταν όντως ο Δράκος ή το εξιλαστήριο θύμα μιας υπόθεσης που «βόλευε» απ’ όλες τις απόψεις. Και πολιτικά και κοινωνικά και οικονομικά και τοπικά. Κανείς δεν είναι σε θέση να γνωρίζει εάν όντως ισχύουν οι φήμες της πόλης που κάνουν λόγο για γνωστό επιχειρηματία της εποχής, ο οποίος ήταν νεκρόφιλος και διέπραξε τα εγκλήματα με συνεργό τον οδηγό του που φυγαδεύτηκε στις ΗΠΑ μετά την τελευταία δολοφονία.

Κανείς δεν είναι σε θέση μετά βεβαιότητας να ισχυριστεί το οτιδήποτε, διότι η αναψηλάφηση της υπόθεσης δεν έγινε ποτέ, cross examination στους μάρτυρες ποτέ, αμφότερες οι πλευρές περιορίστηκαν είτε σε συνεντεύξεις είτε σε μαρτυρίες σε δημοσιογράφους είτε σε μαρτυρίες off the record. Ακόμη και οι εν ζωή μάρτυρες, σήμερα, πάνω από 55 χρόνια από τον καιρό που ξέσπασε η υπόθεση, αρνούνται να μιλήσουν επώνυμα, εμφανίζονται στην τηλεόραση που από καιρού εις καιρόν ασχολείται με το θέμα, με το πρόσωπο κρυμμένο, τη φωνή αλλοιωμένη, ψεύτικα στοιχεία. Κυριαρχεί ένα πέπλο μυστηρίου που βασίζεται στα ελλιπέστατα στοιχεία, στην κατά τα φαινόμενα μη δίκαιη δίκη του Παγκρατίδη και στην αναγκαιότητα να κατευναστούν τα αισθήματα μιας κοινωνίας που εκείνη την εποχή ζούσε μέσα στον τρόμο από κάθε άποψη.

Η υπόθεση του Δράκου έχει εξελιχθεί σε μύθο, έχουν γραφεί βιβλία, έχουν γυριστεί ταινίες, τηλεοπτικές σειρές, θεατρικά έργα, άρθρα, έρευνες. Όλοι παίρνουν θέση, συνήθως υπερασπιζόμενοι το συνωμοσιολογικό σενάριο σε κάποια από τις παραλλαγές του. Ανέκαθεν γοήτευε το λαό μας η συνωμοσιολογία, ανέκαθεν η Θεσσαλονίκη και η Ελλάδα αγαπούσε την υπερβολή. Παρακάμπτεται το γεγονός ότι ο Παγκρατίδης υπήρξε εγκληματίας καθ’ ομολογίαν, το παρελθόν του και οι λόγοι που τον μετέτρεψαν σε εγκληματία δεν δείχνουν να συγκινούν κανέναν διότι άπτονται πολύ πιο σοβαρών προεκτάσεων και καταδεικνύουν κοινωνικές αδυναμίες και χαρακτηριστικά του λαού μας που δεν μας κάνουν περήφανους, που ανέκαθεν προτιμούσαμε να τα κρύβουμε κάτω από το χαλί. Τα ερωτηματικά σέρνονται εδώ και δεκαετίες, η αδικία ή το μυστήριο γοητεύουν, θρέφουν ένα κοινό αδηφάγο, που δύσκολα πια εντυπωσιάζεται ακόμα κι από το πιο ειδεχθές έγκλημα. «Δράκοι» επανεμφανίστηκαν δεκάδες, η θανατική ποινή καταργήθηκε μετά την εκτέλεση Λυμπέρη, εγκλήματα συνωμοσιολογίας ακολούθησαν πολλά, με κορυφαία την υπόθεση του παιδοκτόνου Δουρή. Αυτή όμως είναι μια άλλη ιστορία...

News 24/7

24MEDIA NETWORK