Ο Αμερικανός που αγαπήσαμε

Το πρωτάθλημα της Basket League αρχίζει κι εμείς γυρίζουμε το χρόνο πίσω. Επτά συντάκτες του Contra.gr διαλέγουν τον αγαπημένο Αμερικανό του πρωταθλήματος και οι επιλογές είναι... ρετρό. Από τον αείμνηστο Αλφόνσο Φορντ μέχρι τον Γουόλτερ Μπέρι και τον Ντομινίκ Ουίλκινς.

Ο Αμερικανός που αγαπήσαμε

Γουόλτερ Μπέρι, ο Θέμης Καίσαρης

Μου φαίνεται περίεργη οποιαδήποτε άλλη απάντηση. Όχι γιατί ο Μπέρι είναι ο καλύτερος Αμερικανός που έπαιξε ποτέ στη χώρα, αλλά γιατί η ερώτηση αφορά αυτόν που αγαπήσαμε. Ο Μπέρι δεν ήταν ο έρωτας με τον παίκτη που κάνει παπάδες και παίζει στην ομάδα σου 1-2 χρόνια. Ο Μπέρι είναι το μαύρο πρόσωπο όλης της αγάπης για το μπάσκετ της δεκαετία του 90. Μόνος του. Δεν είναι ο καλύτερος Αμερικανός, είναι Ο Αμερικανός. Η προσωποποίηση. Μεγάλος σκόρερ, λίγο τρελός, ανήσυχος μήπως δεν πληρωθεί, αδιάφορος για την άμυνα. Θέλει προσπάθεια να σκεφτείς Αμερικανό που να μην ταιριάζει στην περιγραφή. Όλοι πάνω-κάτω ήταν έτσι στα περάσματά τους από εδώ κι εκείνος είναι ο απόλυτος εκπρόσωπος.

Δεν μπορείς να αποφασίσεις τι ήταν πιο ξεχωριστό. Το στιλ με το οποίο σούταρε με το αριστερό ή το γεγονός πως έκανε από δύο θητείες σε Άρη, ΠΑΟΚ και Ολυμπιακό. Δεν γίνεται να σε πάρουν δεύτερη φορά τρεις μεγάλες ομάδες, αλλά και εξηγεί και κάτι. Όλοι πίστευαν πως μπορούν να βρουν καλύτερο, αλλά τελικά πάντα επέστρεφαν στη σταθερά. Θεαματικός ακόμα και στο πιο απλό καλάθι, πολύ απλά γιατί ήταν μαγευτικό να τον βλέπεις να κινείται, να εκτελεί και μετά να γυρίζει προς την άμυνα με τα χέρια να ανεβοκατεβαίνουν ψηλά στο στήθος. Ήταν πάντα καλός στα μεγάλα ματς, πήρε τίτλους απ'την αρχή μέχρι το τέλος, απ'τον Ολυμπιακό του 1993 μέχρι τον ΠΑΟΚ του 1999. Και ίσως η καλύτερη του χρονιά να ήταν με την μπλε φανέλα του Ηρακλή, όταν έκανε όργια μαζί με τους άλλους δεινόσαυρους που είχαν μαζευτεί τότε στο Ιβανώφειο. Ω Μπέρι-Μπέρι, ήσουν, είσαι και θα είσαι Η Αλήθεια.

Αλφόνσο Φορντ, ο Τάσος Μαγουλάς

Είθισται να είμαστε περισσότερο πεσιμιστές και να υποστηρίζουμε πως πάντα υπάρχει περιθώριο να πας παρακάτω. Ο Αλφόνσο Φορντ ερχόμενος στην πιο μικρή από τις συνοικίες που διαδραμάτισαν ρόλο στην Α1, δίδαξε πως πάντα υπάρχει περιθώριο να πας πιο ψηλά. Για τον Παπάγο, ο Φορντ ήταν το κατάλληλο ξυπνητήρι για να καταλάβουμε όλοι πως το μοναδικό μέγεθος που μετράει, είναι αυτό της καρδιάς. Από εκεί ξεκινούσαν όλα για τον αγαπημένο «πεπόνα» αν και τότε περισσότερο βλέπαμε το αστείρευτο μπασκετικό ταλέντο και τους τόνους δουλειάς που έβαζε.

Ο Αμερικανός που αγαπήσαμε

Κυρίως αποθεώναμε το αποτέλεσμα στο γήπεδο γιατί ο κοντός, όπως τον αποκαλούσαν οι συμπαίκτες του, πήρε την ομάδα από το χέρι και την έφερε στις μεγαλύτερες στιγμές της ιστορίας της. Στο δικό μας 1984, στο δικό μας 2004. Πρώτος στην προπόνηση, πρώτος και στο παρκέ. Πάρε κάτω την μεγάλη ΑΕΚ του Ιωαννίδη. Πάρε κάτω και τον μεγάλο Ολυμπιακό του Ίβκοβιτς, πρωταθλητή Ευρώπης μετά από λίγες ημέρες. Το σαλούν για εννέα μήνες δεν έζησε το όνειρό του. Έζησε την πραγματικότητα όπως την διαμόρφωσε ένας ΤΕΡΑΣΤΙΟΣ αθλητής. Όχι μόνο μπασκετμπολίστας.

ΓΙΑΤΙ:

Ο Αχιλλέας υπήρξε ο απόλυτος ήρωας των πρώτων σχολικών ετών. Ο Φορντ ήταν κάτι παρόμοιο. Προτίμησε να ζήσει λίγο αλλά έντονα, ένδοξα, το όνομά του να περάσει στην ιστορία, παρά να βρίσκεται ακόμα ανάμεσά μας άγνωστος μεταξύ αγνώστων. Η φύση της ασθένειάς του, απαιτούσε ξεκούραση και ηρεμία. Δεν το μάθαμε παρά μόνο στο τελικό στάδιο. Για εμάς στον Παπάγο(όταν ουδείς τολμούσε να πει την ομάδα «Παπάγου» όπως ήθελε η μπασκετική μασονία για να μην συγχέεται και καλά με τον στρατηγό), ο τύπος με τα 1,83 του, ήταν ένα κολοσσός ο οποίος όρθωνε διπλάσιο ανάστημα. Δεν ...έβλεπε τους αντιπάλους του κυριολεκτικά. Τα σκάουτιγκ του Μίσσα ανέλυαν πόσο σπουδαίος είναι ο Σιγάλας, ο Μπάνε, ο Κορωνιός. Ο πεπόνας γυρνούσε δίπλα του κι έλεγε: "the bigger the better" κι έμπαινε στο παρκέ για να διαλύσει όλους όσοι υπολογίζονταν ως καλύτεροι. Έκανε όλους γύρω του καλύτερους με την πίστη πως θα κερδίσει τον μεγάλο. Στο τέλος έφτιαχνε το μαλί(λέμε τώρα) με μία περίεργη τσατσάρα και οργανώναμε σχέδιο διαφυγής διότι τον περίμεναν αδηφάγες ρεπόρτερ της εποχής, όχι βεβαίως για δηλώσεις.

Ο Αλ σκόραρε όπως ήθελε και όποτε ήθελε ενώ αν το αποφάσιζε, ο προσωπικός του αντίπαλος, ακόμα κι αν ήταν ο μεγάλος Ντέιβιντ Ρίβερς, δεν θα έβαζε πόντο. Μπορούσε να μαρκάρει τον αντίπαλο πλέι μέικερ ή και το αντίπαλο τριάρι. Δεν χρειαζόταν. Τους έβαζε 30 με σουτ, με ντράιβ, με ποσταρίσματα οπότε όταν αυτοί έπρεπε να σκοράρουν ήταν...τσακισμένοι από την κούραση. Α , και λόγω της απίστευτης σωματικής του δύναμης, δεν πήρε ποτέ όσα φάουλ όφειλαν να σφυρίζονται υπέρ του. Στις τελευταίες του ημέρες με τον πυρετό να τον οδηγεί σε παραλήρημα, οι άνθρωποί του τον άκουγαν συχνά να φωνάζει: "ref, this was a foul".

Ρίτσαρντ Ρέλφορντ, ο Γιάννης Ζωιτός

Γράψε - σβήσε, γράψε - σβήσε είναι το θέμα. Από πού να το πιάσεις και πού να το αφήσεις; Πάμε πίσω, στις αρχές των 90s. Τότε που ο Ρίτσαρντ Ρέλφορντ πρωτοπάτησε το πόδι του στην Ελλάδα για να παίξει στην ΑΕΚ του Τσόσιτς. Έφυγε γρήγορα για την Ισπανία, όταν όμως επέστρεψε για τη Δάφνη, για το Παγκράτι και το Ηράκλειο ήταν αδύνατο να ξεκολλήσουμε τα μάτια μας από πάνω του. Μόνο fan club δεν ιδρύσαμε. Να ήταν που το σουλούπι του δεν ταίριαζε σε καλογυμνασμένο μπασκετμπολίστα; Πιθανόν.

Γιατί ο "Ρίτσι" δεν ήταν σαν τους άλλους. Ήταν ο Μπάρκλεϊ πριν λατρέψουμε τον Τσαρλς. Ήταν ο θνητός που στο παρκέ γινόταν ανίκητος. Καλαθομηχανή...

Δεν έγινε ποτέ αφίσα πάνω από το κεφάλι των πιτσιρικάδων της γενιάς μας, αντίθετα με τον Ίνγκραμ ή τον Μπέρι και τον Τέρνερ, γιατί έπαιξε σε μικρομεσαίες ομάδες της Α1. Ήταν όμως αυτός που καθένας μας ήθελε να παρακολουθεί για να μιμηθεί την τεχνική του, τις κινήσεις του κοντά ή μακριά από το καλάθι. Αλαφροΐσκιωτος παρά τα παραπανίσια κιλά του, σουτέρ που σε "σκότωνε" από το τρίποντο, ριμπάουντερ με μαγνήτη στα χέρια, φόργουορντ με αντίληψη γκαρντ. Η μπάλα τον λάτρευε, το ίδιο και εμείς. Άξιζε τα "γλυκά" του Τζιβελέκα...

Ντομινίκ Ουίλκινς, ο Νίκος Γιαννόπουλος

Να προσέξουν, παρακαλώ, οι νεότεροι που θα διαβάσουν αυτό το κομμάτι. Ο Ντόμινικ Ουίλκινς έπαιξε μπάσκετ στην Ελλάδα, τη σεζόν 1995-96, στον Παναθηναϊκό. Για να μιλήσουμε με τωρινά δεδομένα είναι σαν να έρθει στην Ελλάδα ο Κόμπε Μπράιαντ. Στα τελειώματά του αλλά ο Κόμπε. Λοιπόν ο αγαπητός Ντομινίκ, φίλτατοι νέοι μου, ήταν παικταράς. Τόσο παικταράς που παίζοντας δύο μήνες καλού μπάσκετ (στο δικό του επίπεδο) οδήγησε τον Παναθηναϊκό στο πρώτο του ευρωπαϊκό τίτλο, στο Παρίσι.

Το ότι δεν τον συμπάθησε ποτέ εκείνος ο ξινός ο Μάλκοβιτς, κάνει τον Ουίλκινς ακόμη περισσότερο συμπαθή στα δικά μας μάτια. Μία οπτασία ήταν ο μπαγάσας στην Ευρώπη. Στη μέρα διέλυε κάθε άμυνα. Ρωτήστε τον Ολυμπιακό, την Μπένετον, την ΤΣΣΚΑ, εκείνης της εποχής. Υπέφεραν στα χέρια του. Μέχρι και τώρα και πιθανότατα για πολύ καιρό ακόμα, ο Ντομινίκ Ουίλκινς ήταν ο μεγαλύτερος Αμερικανός παίκτης που καταδέχθηκε να παίξει μπάσκετ στην Ευρώπη για μία ολόκληρη σεζόν. Και τον ευχαριστούμε γι' αυτό.

"Κι εγώ Μπέρι κ. Καίσαρη", ο Σταύρος Γεωργακόπουλος

Όταν είδα στο mail μου την πρόσκληση του Καραΐνδρου να γράφω για τον αγαπημένο μου παίκτη του μπάσκετ σκέφτηκα: "Δεν μπορεί, κάποιο λάθος έκανε ο Σταύρος και με μπέρδεψε με τους μπασκετικούς". Δεν μπήκα καν στον κόπο να τον ρωτήσω αν έγινε λάθος στην ηλεκτρονική αλληλογραφία! Το θεώρησα δεδομένο. Μία μέρα αργότερα το ίδιο mail εστάλη ξανά. Τον κάλεσα στο τηλέφωνο: "Σταύρακα κάποιο λάθος έχει γίνει ε;". "Όχι μωρέ, γράψε κάτι για τον ξένο που γούσταρες να βλέπεις κι ας μην είσαι ειδικός. Μπας και είμαι εγώ;", μου απάντησε με απόλυτη ειλικρίνεια και πήγαμε παρακάτω...

Η έκπληξή μου ήταν ακόμη μεγαλύτερη όταν ανοίγοντας το ομαδικό mail για να απαντήσω, έπεσα πάνω στο σχετικό κείμενο του Θέμη Καίσαρη, με τον οποίο το αγαπημένο μας σπορ είναι να διαφωνούμε είτε στον Sport24 radio 103,3, είτε στη Super Ball! Σχεδόν παντού, γενικώς και ειδικώς. Όταν, λοιπόν, διαπίστωσα ότι ο ξένος που διάλεξε ο Θέμης ήταν ο Γουόλτερ Μπέρι, πείστηκα ότι κάποιος μου κάνει πλάκα! Ή –το πιθανότερο- και οι δύο αρχισυντάκτες του Contra.gr μαζί!

Κι όμως! Ήταν μία από τις ελάχιστες φορές που «συναντήθηκα» με τον Καίσαρη. Μας ένωσε ο Γουόλτερ Μπέρι! Αυτή η παικτούρα με το σπινθηροβόλο βλέμμα της αγελάδας, ο μοναδικός ίσως παίκτης του μπάσκετ που κόπιασε στα μέρη μας κι έδινε την εντύπωση ότι "βαριέμαι να περπατήσω, αλλά θα σας μάθω λίγο μπαλίτσα".

Δεν ήταν ούτε ο πιο γρήγορος, ούτε ο πιο τεχνίτης, ούτε ο πιο θεαματικός ξένος που πέρασε από τα ελληνικά παρκέ. Είχε, όμως, αυτό το "κάτι" ο μπαγάσας. Με ράθυμο στιλ, κινήσεις σε slow motion χωρίς τη μπάλα, βλέμμα υποτιμητικό για τους αντιπάλους, ήξερε πώς να στείλει τη μπάλα στο καλάθι με κάθε τρόπο. Δεν ξέρω αν ζούσε από ή για το μπάσκετ. Ξέρω ότι κάθε φορά που στεκόμουν μπροστά στην τηλεόραση και ήξερα ότι θα παίξει, δεν υπήρχε περίπτωση να μην καρφώσω πάνω του το βλέμμα μου. Ανέκαθεν, άλλωστε, είχα μια αδυναμία στους "αριστερούς" γενικά, είτε χρησιμοποιούσαν το χέρι, είτε το πόδι (Μαραντόνα).

Αν μπορούσα να χαρακτηρίσω τον Μπέρι με ένα επίθετο θα έλεγα "αξιόπιστος". Όσο τεμπέλικο κι αν ήταν το σουλούπι, τόσο συνεπής ήταν με την πορτοκαλί στα χέρια. Ήξερε πώς να κάνει τη δουλειά λες κι είχε γεννηθεί γι’ αυτό. Συνδύασε, άλλωστε και το όνομά του με την πρώτη κούπα του Ολυμπιακού μετά από χρόνια, την περίοδο 1992-93. Ήμουν δεν ήμουν 19 τότε, αλλά τη/τον θυμάμαι ακόμη. Κι επειδή μάλλον δεν ήμουν ο μόνος που τον γούσταρε, επέστρεψε στον Πειραιά λίγα χρόνια αργότερα για το δικό του δεύτερο ημίχρονο. Το "κάτι σαν σουτ" που τον χαρακτήριζε ήταν "όλα τα λεφτά", έστω κι αν εκείνοι που τον γνώριζαν καλά έλεγαν (και λένε) ότι ήταν τρομερά τσιγκούνης....

Υ.Γ.: Αν δεν επέλεγα τον Μπέρι, ο επόμενος θα ήταν ο "κωλοτούμπας" Ντέιβιντ Ρίβερς ή ο fast Έντι Τζόνσον. Αυτά…

Βίκτορ Αλεξάντερ, ο Άκης Γεωργίου

Στη λίστα της… καρδιάς με τους Αμερικανούς μπασκετμπολίστες τα πράγματα είναι λίγο μπερδεμένα γιατί υπάρχουν βαριά χαρτιά. Ο αξέχαστος Άντονι Πελ με τους πιο απίθανους τραυματισμούς στην ιστορία του μπάσκετ, ο τεράστιος Ρολάντο Μπλάκμαν που πέρασε για λίγο, ο Λόιντ Ντάνιελς που αν δεν είχε μπλέξει με τα ναρκωτικά θα πέρναγε από την Ελλάδα μόνο για τη Μύκονο, ο Γουίλι Άντερσον και μερικοί ακόμα. Όταν όμως μιλάμε για τον απόλυτο -τουλάχιστον στα δικά μου μάτια- τα πράγματα είναι συγκεκριμένα και χάνονται στη βουή "Βικ-Βικ-Βικ".

Βίκτορ Αλεξάντερ. Η απάντηση στο "γιατί αγαπημένος" βρίσκεται στο γεγονός ότι μου έμεινε ως ο πρώτος Αμερικανός που συνδυάστηκε με τη μετάβαση της ΑΕΚ από ουραγός το ’96 στον πρωταγωνιστικό ρόλο του ’97. Χοντρούλης, ύψος 2.10 και βάρος 130 κιλά, προσωπική επιλογή του Ιωαννίδη (Ξανθ(ε)ός εκείνη την εποχή), εκμεταλλευόταν τον όγκο του ενώ είχε και καλό σουτ.

Ο Αμερικανός που αγαπήσαμε

Ακόμα και τώρα που το έψαξα λίγο βρήκα… θαμμένο στο ίντερνετ ένα δημοσίευμα του 1998 με τον Βικ να δίνει συνέντευξη στο Βήμα την 1η Φλεβάρη. Μερικούς μήνες, δηλαδή, πριν από το φάιναλ φορ της Βαρκελώνης. Και μερικούς μήνες μετά από το τέλος της σεζόν που η μπασκετική ΑΕΚ δε βγήκε καν στην Ευρώπη. "Δεν βλέπω τι θα μας εμποδίσει να φθάσουμε τουλάχιστον ως το φάιναλ φορ. Και ο λόγος είναι απλός. Η ΑΕΚ έχει τη δυνατότητα να παίζει καλά την κατάλληλη στιγμή. Ολοι μέσα στην ομάδα το πιστεύουν. Πάντα σκέφτομαι την κορυφή της πυραμίδας. Ακόμη και με ένα σκαλοπάτι πιο κάτω, δεν είμαι ευχαριστημένος". Από τους παίκτες που δίνουν αυτοπεποίθηση στην ομάδα. Μεγάλε Βικ!

Αλφόνσο Φορντ, ο Ηλίας Καλλονάς

Οι πρώτες μου θύμησες από το ελληνικό μπάσκετ ξεκινούν περίπου το 1999. Τότε, πέρα από τους μεγάλους, στην Α1 πρωταγωνιστούσε το Περιστέρι, υπό την καθοδήγηση του Αργύρη Πεδουλάκη, ο οποίος είχε για "μαέστρο" τον Αλφόνσο Φορντ.

Στα μάτια ενός μικρού παιδιού τα κατορθώματα του Φορντ ήταν εξωπραγματικά. Η όψη του "ψυχρού εκτελεστή" που συνόδευε τον Αμερικανό σε γοήτευε, αλλά παράλληλα σ' έβαζε σε σκέψεις για το τι θα... ακολουθούσε.

Ο Αμερικανός που αγαπήσαμε

Ενας πραγματικός σκόρερ, ένας ολοκληρωμένος αθλητής, ο οποίος πέρασε πολλά, πάλεψε με τη λευχαιμία, αλλά, αντίθετα με τα παρκέ, δεν κατάφερε να βγει νικητής από τη συγκεκριμένη μάχη. Τουλάχιστον, υπάρχει το βραβείο "Αλφόνσο Φορντ" να μας θυμίζει όσα μαγικά έκανε μέσα στα παρκέ.

Οι ήρωες των παιδικών μας χρόνων μένουν αναλλοίωτοι στο πέρασμα των ετών. Δεν θα μπορούσε να συμβεί κάτι διαφορετικό με τον Φορντ. Ακόμα τον θυμάμαι να σηκώνεται πίσω από τα 6.25μ και να "σκοτώνει" τους αντιπάλους του, να τα "βάζει" με όλη την άμυνα και να πετυχαίνει υπέροχα καλάθια. Ήταν ψύχραιμος, αλλά πάνω απ' όλα σίγουρος. Σίγουρος πως, στο τέλος, θα χάριζε τη νίκη στην ομάδα του...

News 24/7

24MEDIA NETWORK