Ντέγιαν Μποντιρόγκα: Τα χρόνια της… δόξας
Στις 7 Ιουνίου του 1993 το ευρωπαϊκό (και όχι μόνο) μπάσκετ θρηνούσε το χαμό του παμμέγιστου Ντράζεν Πέτροβιτς, του Μότσαρτ των παρκέ, μετά από αυτοκινητιστικό δυστύχημα στην Κεντρική Ευρώπη. Σαν να το 'θέλε έτσι η μοίρα που τη συγκεκριμένη ημέρα, 14 χρόνια αργότερα (07/06/07), ένας άλλος μεγάλος του σπορ, ο ξάδελφός του Ντέγιαν Μποντιρόγκα, ανακοίνωνε το τέλος του δικού του ταξιδιού.
Στις
7 Ιουνίου του 1993 το ευρωπαϊκό (και όχι μόνο) μπάσκετ θρηνούσε το χαμό του παμμέγιστου
Ντράζεν Πέτροβιτς, του Μότσαρτ των παρκέ, μετά από αυτοκινητιστικό δυστύχημα στην Κεντρική Ευρώπη. Σαν να το ‘θέλε έτσι η μοίρα που τη συγκεκριμένη ημέρα,
14 χρόνια αργότερα (07/06/07), ένας άλλος μεγάλος του σπορ καιξάδελφός του
Ντέγιαν Μποντιρόγκα, ανακοίνωνε το τέλος του δικού του ταξιδιού. Ενός ταξιδιού που είχε ως τερματικό σταθμό τη
Ρώμη και την τοπική Βίρτους. Ενός ταξιδιού που διήρκησε (σε επαγγελματικό επίπεδο)
17 ολόκληρα χρόνια και συνοδεύτηκε από δεκάδες προσωπικούς τίτλους αλλά και ομαδικές διακρίσεις. Δεν είναι τυχαίο πως όπου κι αν πήγε, τα χρώματα όποιας ομάδας κι αν υπερασπίστηκε, άφησε το προσωπικό του, μοναδικό, σημάδι.
Τι κι αν η ταχύτητα δεν τον χαρακτήριζε ως παίκτη; Τι κι αν δεν διέθετε τους εντυπωσιακούς μύες; Τι κι αν ο τρόπος του ήταν -για πολλούς- μονοδιάστατος; Το οξύ πνεύμα, η γρήγορη σκέψη και η άμεση αντίδραση ήταν στοιχεία πουκάλυπταν με απόλυτη επιτυχία κάθε αδυναμία του. Δεν θυμόμαστε πολλούς επαγγελματίες που να είχαν την ευχέρεια να παίξουν από πλέι-μέικερ μέχριπάουερ φόργουορντ με την ίδια συνέπεια. All around παίκτης με όλη τη σημασία της έννοιας. Εξαιρετικός χειριστής της μπάλας (μόνο με φάουλ του την έπαιρναν), δεν είχε πρόβλημα να παίξει με πρόσωπο ή πλάτη τον αντίπαλο, κάνοντας τη ζωή δύσκολη ακόμη και στους καλύτερους αμυντικούς. Το ότι αποτελεί γέννημα-θρέμμα του γιουγκοσλάβικου μπάσκετ λέει πολλά. Από τα τελευταία φυντάνια της χώρας πριν ο πόλεμος καταστρέψει τη βιομηχανία ταλέντων εμποδίζοντας την παραγωγή τους.
* O Μποντιρόγκα ήταν
δεύτερος ξάδερφος του Ντράζεν Πέτροβιτς. Η, από την πλευρά του πατέρα του, γιαγιά του Ντέγιαν ήταν αδελφή του παππού του Ντράζεν. Ο πόλεμος χώρισε και οικογένειες.
* Ο παππούς του Ντιέγιαν
ήταν Βόσνιος, αλλά μετά από τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο εγκαταστάθηκε μόνιμα στη Σερβία.
* Τον Ιούλιο του 2003 νυμφεύθηκε την
Ιβάνα Μέντιτς, ενώ ένα χρόνο αργότερα το ζευγάρι απέκτησε το πρώτο του παιδί,
τον Νίκολα.
Ο γιος του Βάσο και της Μίλκα Μποντιρόγκα, άρχισε να αγαπά το μπάσκετ σε σχετικά μεγάλη ηλικία-13 χρόνων.
Ποτέ όμως δεν είναι αργά, όπως αποδείχθηκε από την πορεία του ήρωά μας. Γράφτηκε στα παιδικά τμήματα της ομάδας της πόλης που γεννήθηκε, της
Πόλετερ Ζρένιανιν, ενώ δύο χρόνια αργότερα, το 1988, είχε δελτίο στην ανδρική ομάδαυπό τις οδηγίες του
Μίοντραγκ Νίκολιτς, παλιού Γιουγκοσλάβου διεθνή. Μια μεγάλη πορεία είχε μόλις αρχίσει, αν και το ξεπέταγμά του ήρθε τον Αύγουστο του 1989.
Βλέποντας ήδη τον κόσμο
από τα205 εκατοστά (όχι κάτι συνηθισμένο για 17χρονο αγόρι), ο Μποντιρόγκα κέντρισε το ενδιαφέρον του αδικοχαμένου
Κρέσιμιρ Τσόσιτς. Ο τελευταίος κατόρθωσε να πείσει την οικογένειά του (και ειδικά τη μητέρα του) να αφήσει τον μικρό Ντέγιαν
να μετακομίσει στη Ζαντάρ και να γίνει επαγγελματίας. Συνήθως τα Σερβάκια είχαν ως μεγάλο όνειρο να παίξουν στις δυνάμεις του Βελιγραδίου, είτε στην Παρτιζάν είτε στον ΕρυθρόΑστέρα. Ωστόσο ο “Μποντ” ακολούθησε δρόμο διαφορετικό. Ίσως πιο δύσκολο, μακριά από τη βάση του,αλλά είχε βάλει σκοπό να πετύχει.
Αρχικά εντάχθηκε στο εφηβικό τμήμα του συλλόγου, αλλά σύντομα ο προπονητής του ανδρικού τμήματος του έδωσε την ευκαιρία να παίξει σε ανώτερο επίπεδο. Η καριέρα του όμως στην κροατική ομάδα έλαβε πολύ γρήγορα τέλος. Ούτε καν που πρόλαβε να συνηθίσει το κλίμα. Ο εμφύλιος πόλεμος που ξέσπασε στη γειτονική χώρα άφησε το σημάδι του στον Ντέγιαν. Ήταν αδύνατο εκείνη την εποχή ένας Σέρβος να ανήκει στο έμψυχο δυναμικό Κροατών. Στο δρόμο του βρέθηκε και πάλι ο… μέντοράς του, Κρέσιμιρ Τσόσιτς. Όντας στην Αθήνα ως προπονητής της ΑΕΚ πλέον, ο Τσόσιτς αποφάσισε να τον φέρει για δοκιμή στη χώρα μας. Συμμετείχε σε προπονήσεις τόσο της Ένωσης όσο και του Ολυμπιακού, αλλά η άρνησή του να πάρει την ελληνική υπηκοότητα (θυμάστε τη μόδα της εποχής) -και παρά τα καλά χρήματα που του υποσχέθηκαν οι “ερυθρόλευκοι”- εμπόδισε τη μεταγραφή του σε μια από τις δύο ομάδες.
Σε κακό πάντως δεν του βγήκε, καθώς πήρε το αεροπλάνο για την Ιταλία και την Τεργέστη. Εκεί ο συμπατριώτης του Μπόγκνταν Τάνιεβιτς τον περίμενε με ανοικτές αγκάλες. 19 χρόνων πλέον ο Μποντιρόγκα έκανε το ντεμπούτο του στο ιταλικό πρωτάθλημα ως παίκτης της Στεφανέλ έχοντας 21.3 πόντους σε 30 αγώνες της κανονικής περιόδου. Είχε βρει πλέον το λιμάνι του, την ίδια ώρα που η ομάδα ανακάλυψε τον ηγέτη της. Άργησε βέβαια να γευτεί τη χαρά ενός τίτλου. Μετά από τρεις χαμένους τελικούς Κυπέλλου Κόρατς (ο ένας από τον ΠΑΟΚ), η Στεφανέλ Μιλάνο πλέον (ο χορηγός άλλαξε πόλη όπως και πολλοί παίκτες) κατακτά το νταμπλ στην Ιταλία την περίοδο 1995-96.
Εν τω μεταξύ, το προηγούμενο καλοκαίρι (1995) είχαν γίνει δύο γεγονότα που σημάδεψαν αναμφίβολα την καριέρα: ήταν από τους πρωταγωνιστές της νέας Γιουγκοσλαβίας, η οποία συμμετείχε για πρώτη φορά σε διεθνή διοργάνωση μετά από τον πόλεμο, στο Ευρωμπάσκετ της Αθήνας κατακτώντας το χρυσό μετάλλιο, ενώ επιλέχθηκε στο Νο51 του ντραφτ από τους Σακραμέντο Κινγκς (δεν έπαιξε ποτέ στο ΝΒΑ).
Το καλοκαίρι του 1996, μετά από το ασημένιο μετάλλιο στους Ολυμπιακούς Αγώνες της Ατλάντα, ο “Ντέκι” αποφασίζει να αφήσει το Μιλάνο αποδεχόμενος την πρόσκληση-πρόκληση του Ζέλικο Ομπράντοβιτς να πάει στη Ρεάλ. Τα χρήματα (ένα εκ. δολάρια) και η επιμονή του κόουτς (τον γνώριζε ήδη από την εθνική) αποτέλεσαν το δέλεαρ που έψαχνε. Τα δύο χρόνια που έμεινε στη Μαδρίτη αποτέλεσαν μια μάλλον κακή παρένθεση. Το υλικό της “βασίλισσας” ήταν πλούσιο, οι προσδοκίες μεγάλες, αλλά πλην ενός ευρωπαϊκού τίτλου (κύπελλο κυπελλούχων), η διετία ήταν στείρα. Ενδιάμεσα, το 1997, ο “Ζοτς” έφυγε για τη Μπένετον και ο Μποντιρόγκα έχασε το ψυχολογικό στήριγμά του στην ομάδα. Όχι βέβαια για πολύ, αφού θα το βρει και πάλι στην πορεία.
*
Ντίνο Μενεγκίν: Για πολλά χρόνια στην Ευρώπη δεν είχε γεννηθεί τέτοιος παίκτης.
*
Μπόγκνταν Τάνιεβιτς: Είναι το καλύτερο παιδί που συνεργάστηκα. Θα ήμουν πολύ περήφανος αν ήταν γιος μου.
*
Αλεκσάνταρ Γκομέλσκι: Ο Μποντιρόγκα είναι το πρότυπο παίκτη του 21ου αιώνα.
*
Σάσα Τζόρτζεβιτς: Ο Ντέγιαν δεν λέει ιστορίες γιατί ο ίδιος δημιουργεί δικές του στο παρκέ.
*
Ροναλντίνιο: Λατρεύω το μπάσκετ και ειλικρινά διασκεδάζω να παρακολουθώ τον Ντέγιαν στον παρκέ.
Μετά από το
χρυσό μετάλλιο στο Παγκόσμιο Πρωτάθλημα της Αθήνας (1998), ήρθε η πρόταση του Παναθηναϊκού. Οι αδελφοί Γιαννακόπουλοι αναζητούσαν διακαώς τρόπο να επαναφέρουν το “τριφύλλι”
στην κορυφή και ο Μποντιρόγκα ήταν η
κατάλληλη επιλογή για να χτιστεί γύρω του μια νέα αυτοκρατορία. Εκ του αποτελέσματος κρίνοντας,
δεν έπεσαν καθόλου έξω. Ο Λευτέρης Σούμποτιτς πέτυχε να “δέσει” τον “Μπόντι” με τους Ράτζα, Αλβέρτη, Οικονόμου και οι “πράσινοι” με μειονέκτημα έδρας στους τελικούς έναντι του Ολυμπιακού κατακτούν το πρωτάθλημα στο ΣΕΦ.
Τα καλά μόλις είχαν αρχίσει. Η άφιξη των Ζέλικο Ομπράντοβιτς και Ρέμπρατσα από το Τρεβίζο ενισχύει ακόμη περισσότερο τον Παναθηναϊκό και η αυτοκρατορία αντεπιτίθεται με τον Μποντιρόγκα ναείναι ο… βασιλιάς. Ο άνθρωπος της τελευταίας επίθεσης, ο άνθρωπος της κρίσιμης στιγμής. Δύο ευρωπαϊκοί τίτλοι σε Θεσσαλονίκη (2000) και Μπολόνια (2002) και ακόμη δύο πρωταθλήματα Ελλάδας (2000, 2001) προστίθενται στο βιογραφικό του Σέρβου φόργουορντ, ο οποίος κατάφερε να εξελιχθεί σε
αναπόσπαστο κομμάτι της πράσινης κερκίδας. Το σύνθημα ”
Ντέγιαν Μποντιρόγκα, οε οε ” δονούσε την ατμόσφαιρα σε κάθε ματς του Παναθηναϊκού.
Τα ωραία βέβαια έχουν κάποτε κι ένα τέλος. Το καλοκαίρι του 2002, μετά από την κατάκτηση του Παγκοσμίου Πρωταθλήματος στην Αργεντινή (ήταν μάλιστα αρχηγός), ο Μποντιρόγκα κρίνει την προσφορά της Μπαρτσελόνα πιο συμφέρουσα από εκείνη που του έκανε η ελληνική ομάδα. Άλλωστε οι “μπλαουγκράνα” πεινούσαν για τίτλους και δη το ευρωπαϊκό, σε αντίθεση με τους χορτασμένους “πράσινους”. Η Βαρκελώνη του στρώνει κόκκινο χάλι και ο Σβέτισλαβ Πέσιτς τον χρίζει ηγέτη. Δίπλα στον Σαρούνας Γιασικεβίτσιους, ο “Ντέκι” κατακτά την Ευρωλίγκα (2003), δύο πρωταθλήματα Ισπανίας (2003, 2004) και ένα Κόπα ντελ Ρέι (2003). Όταν, δε, βρέθηκε για πρώτη φορά αντιμέτωπος με τον Παναθηναϊκό στο κλειστό του Σπόρτιγκ, ο κόσμος τον έκανε να κλάψει. Το πανό ” Γύρνα γρήγορα πίσω, είσαι ένας από μας ” χαράχθηκε για πάντα στη μνήμη του.
Στη Ρόμα απλά έκλεισε την καριέρα του. Μετά από ένα μίνι σίριαλ, στο οποίο μπλέχτηκε και ο Παναθηναϊκός (ουσιαστικά δεν ενδιαφέρθηκε), ο Σέρβος συνάντησε και πάλι τον Πέσιτς. Τίτλο δεν κατέκτησε (διεκδίκησε την περσινή περίοδο το Κύπελλο), αλλά έφυγε με το κεφάλι ψηλά. Πάντα έτσι έκανε στην επίθεση και η μπάλα τον υπάκουε.
Πηγές:
www.and1.co.yu/dejanbodiroga/eng/index.html
http://en.wikipedia.org/wiki/Dejan_Bodiroga