ΣΠΟΡ

H εποχή της αθωότητας πέρασε προ πολλού

Τα πρόσφατα -ηχηρά- κρούσματα ντόπινγκ υπεραθλητών όπως ο Γκέι και ο Πάουελ άνοιξαν και πάλι τη συζήτηση για την καθαρότητα των υψηλών επιδόσεων και το ρόλο της "ντόπας" στο σύγχρονο πρωταθλητισμό. Ο Γιώργος Ρουσάκης γράφει στο Contra.gr για τις αλήθειες και τα ψέμματα του ντόπινγκ.

H εποχή της αθωότητας πέρασε προ πολλού

Περιδιαβαίνοντας τα δημοσιεύματα γραπτού και ηλεκτρονικού Τύπου για το θέμα των μεγάλων ονομάτων του στίβου (Τάισον Γκέι, Ασάφα Πάουελ, Σερόν Σίμπσον, Βερόνικα Κάμπελ κ.α.) που αποκαλύφθηκε τις τελευταίες μέρες ότι έκαναν χρήση απαγορευμένων ουσιών, όλα συμφωνούν στο χαρακτηρισμό: σκάνδαλο.

Και όλοι πέφτουν από τα σύννεφα κάθε φορά που αποκαλύπτεται κάτι ανάλογο, θεωρώντας θαρρείς δεδομένο ότι το φαινόμενο του ντόπινγκ στον υψηλό αθλητισμό ανήκε στο παρελθόν.

Αυτό που σίγουρα σηματοδοτεί η υπόθεση των πρόσφατων -ηχηρών- κρουσμάτων είναι η αναγκαιότητα να γίνει επιτέλους κάτι προτού οδηγηθεί ο αθλητισμός γενικότερα (και όχι μόνο ο στίβος) στην πλήρη απαξίωση.

Οι πρώτοι υπεύθυνοι γι αυτό τον κίνδυνο είναι οι μεγάλοι αθλητικοί οργανισμοί, με επικεφαλής τη Διεθνή Ολυμπιακή Επιτροπή, που αντί να θεσπίσουν κανόνες προσαρμοσμένους στη σύγχρονη επιστημονική και τεχνολογική πραγματικότητα επιμένουν να επιδίδονται στο “κυνήγι μαγισσών” βαυκαλιζόμενοι για τη δήθεν απόλυτη καθαρότητα των επιδόσεων.

Επιμένουν η ΔΟΕ, οι κυβερνήσεις των προηγμένων αθλητικά χωρών και τα ΜΜΕ όπου γης να υποκρίνονται ότι είναι δυνατόν τη σήμερον ημέρα να μη χρησιμοποιεί ο πρωταθλητής τα μέσα που του παρέχει η εποχή του, αλλά προσπαθεί να πετύχει το μέγιστο αποτέλεσμα σε συνθήκες των αρχών του 20ου αιώνα! Κάπως έτσι φτάνουν στο σημείο να αντιμετωπίζονται οι παραβάτες των… ιερών κανόνων περίπου σαν κοινοί κλέφτες ή εγκληματίες.

Ας το καταλάβουν όλοι, μια και καλή: “καθαρές” επιδόσεις σε υψηλό επίπεδο δε γίνονται εδώ και δεκαετίες. Αυτό δε σημαίνει όμως ότι πρέπει και να τους αποδίδεται ο χαρακτηρισμός “βρώμικες” ή και να θεωρούνται αποκλειστικά αποτέλεσμα τεχνολογικής ή φαρμακευτικής ή, εν πάση περιπτώσει, επιστημονικής υποστήριξης. Αυτό που εξακολουθεί να κάνει τη διαφορά σε όλες ανεξαιρέτως τις υψηλές επιδόσεις είναι το ταλέντο του αθλητή και η σκληρή πολυετής προσπάθεια.

Είναι ουτοπία να αναζητούμε σήμερα πεντακάθαρες επιδόσεις, τη στιγμή που οι εξελίξεις της επιστήμης και της τεχνολογίας έχουν αλλάξει δραματικά το περιβάλλον των πρώτων χρόνων δημιουργίας του σύγχρονου πρωταθλητισμού.

Και χωρίς την -υποκείμενη σε αυστηρούς κανόνες- επιστημονική προσπάθεια ενίσχυσης του μυοσκελετικού συστήματος του αθλητή, η εξέλιξη στην ποιότητα των αθλητικών παπουτσιών, οι βιντεοσκοπήσεις κινήσεων και τακτικής, οι αθλητικοί ψυχολόγοι, στο υλικό επίστρωσης του στίβου που δεν έχει σχέση με το… καρβουνίδι που πρόλαβαν οι παλιότεροι στο Παναθηναικό Στάδιο, η επαγγελματοποίηση των πιο εμπορικών σπορ, έχουν ανεβάσει θεαματικά τον πήχη.

Όταν λοιπόν ένας αθλητής έχει μάθει από τα παιδικά του χρόνια να δουλεύει σκληρά για να φτάσει στις κορυφαίες θέσεις και βλέπει κάποια στιγμή ότι μπορεί πλέον να θέτει υψηλούς διεθνείς στόχους, πώς είναι δυνατόν να πει όχι στις τεχνικές και επιστημονικές “λεπτομέρειες”; Πώς θα πει όχι στην ανάγκη να γίνει πιο ανταγωνιστικός και να αποκτήσει το δικαίωμα στο όνειρο της παγκόσμιας και Ολυμπιακής διάκρισης;

Σε αυτό το επίπεδο πλέον τα όρια ανάμεσα στη νομιμότητα και την παρανομία είναι δυσδιάκριτα και εύκολα μπορεί να εκτεθεί κάποιος και χωρίς να έχει την πρόθεση να χρησιμοποιήσει τα πιο ακραία από τα μέσα που του προσφέρονται. Ασφαλώς οι κανόνες ορθώς υπάρχουν και ορθότατα επιβάλλονται κυρώσεις στους παραβάτες. Εκείνο που κατά την ταπεινή μου γνώμη πρέπει να αλλάξει είναι να απλοποιηθούν οι κανόνες αυτοί και να υπάρξει διαφάνεια στην εφαρμογή τους. Δεν υπάρχουν ούτε αθλητές που “κλέβουν” ούτε μαγικά χαπάκια που σε κάνουν πρωταθλητή και μάλιστα χωρίς να “πιάνεσαι”. Όλοι σχεδόν που έχουν υπάρξει (πρωτ)αθλητές παραδέχονται ότι αυτοί που κερδίζουν στους μεγάλους αγώνες είναι οι καλύτεροι, καθώς τα μέσα που έχουν μεταχειριστεί για να φτάσουν στην κορυφή είναι παρόμοια με εκείνα των άλλων που προσπάθησαν να πετύχουν το ίδιο.

Είναι αδιανόητο και εντελώς παράλογο, να αλλάζουν μετά από χρόνια οι κατατάξεις σε Παγκόσμια Πρωταθλήματα στίβου ή Ολυμπιακούς Αγώνες επειδή κάποιος που τότε είχε βγει “καθαρός” στον έλεγχο ντόπινγκ ομολόγησε ότι είχε κάνει χρήση απαγορευμένης ουσίας, ή η μετέπειτα τεχνολογία ανίχνευσης του ντόπινγκ τον βρήκε θετικό!

Πρόκειται για την απόλυτη παράνοια. Σκεφθείτε τι θα μπορούσε να συμβεί μετά από δέκα χρόνια αν αποφασίσουν να ερευνήσουν όλα τα δείγματα ελέγχων ντόπινγκ που φυλάσσονται πλέον σε ειδικά εργαστήρια. Θα χρειαστεί να αλλάξουν πολυάριθμες κατατάξεις και αθλητές που θεωρούνταν μεγάλοι στην εποχή τους θα αποκαθηλώνονται και θα αντικαθίστανται στην κατάταξη από άλλους, οι οποίοι δεν είχαν υποβληθεί σε έλεγχο γιατί ήταν πιο πίσω στην κατάταξη!

Και ποιος μας λέει ότι τα δείγματα από παλαιότερους αγώνες που επανεξετάζονται με νεότερη τεχνολογία δεν έχουν αλλοιωθεί από τυχόν βλάβες στο σύστημα συντήρησης ή δεν επιλέγονται εκ του πονηρού, προκειμένου να πληγούν αθλητές που δεν είναι αρεστοί, είτε οι ίδιοι είτε οι χώρες προέλευσής τους;

Προσέξτε πόσο απλό είναι: Είδε όλη η υφήλιος ότι ο Μαραντόνα σημείωσε με το χέρι το γκολ κατά της Αγγλίας στο Μουντιάλ του ’86, αλλά το αποτέλεσμα του αγώνα δεν άλλαξε. Έτσι πρέπει να γίνει και στο στίβο ή και σε κάποια άλλα σπορ όπου συνηθίζουν να ψάχνουν “ψύλλους στα άχυρα”. Η σκανδαλολογία θα πάψει να υπάρχει στον στίβο στο θέμα της χρήσης απαγορευμένων ουσιών μόνο όταν θα πάψει η Δ.Ο.Ε να μυθοποιεί με τον τρόπο της την επίδραση του ντόπινγκ στις αθλητικές επιδόσεις.

Θα πρέπει πρώτα πρώτα να υπάρξει σαφής διαφοροποίηση στις ποινές. Αναλόγως π.χ. αν πρόκειται για χρήση ενισχυτικών ουσιών στιγμιαίας έκρηξης -αυτού που λέμε “μπόμπα”- ή για ενίσχυση της αντοχής του ανθρώπινου οργανισμού στη σκληρή δουλειά.

Τέλος, είναι καιρός να μπει ένα τέλος στην αδιαφάνεια του μηχανισμού των αιφνιδιαστικών ελέγχων, των οποίων τα αποτελέσματα δίνουν τροφή στη σκανδαλολογία, ενώ είναι γενική η πεποίθηση ότι γίνονται επιλεκτικά και επιπλέον κοστίζουν τεράστια ποσά που θα μπορούσαν να διοχετευθούν σε άλλους τομείς.

Η σύγχρονη τεχνολογία παρέχει τη δυνατότητα εντοπισμού στο αίμα του αθλητή κάθε ουσίας που έχει μπει στον οργανισμό του, ακόμη και ένα χρόνο πριν. Θα ήταν αρκετό να γίνονται έλεγχοι με αποτελέσματα επιτόπου μόνο στις κορυφαίες αθλητικές διοργανώσεις.

* Ο Γιώργος Ρουσάκης υπήρξε επί σειρά ετών αρθρογράφος της εφημερίδας “Τα Νέα”, υπεύθυνος για το στίβο και τα ολυμπιακά σπορ εν γένει. Έχει καλύψει όλες τις μεγάλες διοργανώσεις της τελευταίας 30ετίας.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΑ

24MEDIA NETWORK