ΜΠΑΣΚΕΤ

Τα καλύτερα τώρα αρχίζουν

Μουντομπάσκετ ήταν και πέρασε, μουντομπάσκετ ήταν και πάει. Αυτό ενοχλεί περισσότερο λίγους μήνες μετά την μεγαλύτερη επιτυχία του ελληνικού αθλητισμού σε επίπεδο ομάδων. Πέρασε, έμεινε ανάμνηση από κάποιες δημοσιογραφικές ατάκες ή θέμα σε τηλεοπτικές μπασκετικές εκπομπές.

default image

Μουντομπάσκετ ήταν και πέρασε, μουντομπάσκετ ήταν και πάει. Αυτό ενοχλεί περισσότερο λίγους μήνες μετά την μεγαλύτερη επιτυχία του ελληνικού αθλητισμού σε επίπεδο ομάδων. Πέρασε,
έμεινε ανάμνηση από κάποιες δημοσιογραφικές ατάκες ή θέμα σε τηλεοπτικές μπασκετικές εκπομπές.

Πέρασε γιατί για μία ακόμα φορά το μπάσκετ αποδείχθηκε
πολύ λίγο να κερδίσει από την ομορφότερη συγκυρία που δόθηκε ποτέ: «παιδί μου, αυτό το δικό μας το παλικάρι το κάπως μαυριδερό, ήταν τόσο καλό με τους Αμερικανούς. Γιατί δεν έπαιξε το ίδιο δυνατά με τους Ισπανούς;». Ήταν η απορία της μητέρας το γράφοντος για τον
Σοφοκλή Σχορτσιανίτη. Από την στιγμή που η κυρά Σταυρούλα ή ο κυρ Γιώργος, η κάθε κυρά Σταυρούλα η οποία μετά το 1987 κάθισε να δει σοβαρά μπάσκετ και το ίδιο το άθλημα δεν την κράτησε ,όσο κοντύτερα γίνεται, τότε απέτυχε.

Θέλουμε ήρωας

Απέτυχε, είναι μία προσωπική άποψη, διότι ο καθένας πήρε ένα κομμάτι της επιτυχίας το φορτώθηκε στην πλάτη και …δρόμο τον ατομικό του ανήφορο. Η χρυσή ομάδα έγινε πάλι ατομικό παιχνίδι. Όλοι, εκτός από τους παίκτες, προσπάθησαν να εξαργυρώσουν γρήγορα το θρίαμβο. Διότι το να είσαι η Ελλάδα δεύτερη χώρα στον κόσμο στο μπάσκετ, είναι ένας θρίαμβος. Όλοι επιδιώξαμε να γίνουμε οι ήρωες, ρίχνοντας μία πονηρή αγκωνιά, εκεί που δεν βλέπει ο πολύς κόσμος, στον Κακιούζη, τον Ζήση, τον Παπαλουκά, τον Διαμαντίδη, τον Σχορτσιανίτη, τον Παπαδόπουλο όλους. Οι παράγοντες έκλειναν το μάτι πονηρά ότι δημιούργησαν τις…κατάλληλες συνθήκες για να έρθει η επιτυχία.

Οι προπονητές πως τα τρυκ τους και το διάβασμα του αγώνα έφεραν τα συνεχόμενα θαύματα και οι δημοσιογράφοι με τους έξυπνους τίτλους και τα κλισέ, έφεραν το ελληνικό κοινό πιο κοντά στην Ιαπωνία. Αλήθεια είναι, αλλά μέρες που είναι να είμαστε ειλικρινείς. Μέσα στο παρκέ θυσιάστηκαν, αθλητικά, 12 ήρωες και αυτούς αποτύχαμε ή δεν προλάβαμε να περάσουμε ως ήρωες. Γι αυτό απέτυχε το ελληνικό μπάσκετ. Δεν δημιουργήθηκαν μπασκετικές φιγούρες για όλους. Μικρούς και μεγάλους. Σύμφωνοι ο Ζήσης, ο Κακιούζης, ο Παπαλουκάς, ο Παπαδόπουλος λείπουν στο εξωτερικό για δουλειές. Αλλά τι γίνεται με την υπόλοιπη ομάδα; Το μπάσκετ έχει ακόμα μία μεγάλη ευκαιρία. Είναι καιρός να φτιάξουμε ήρωες και να τελειώνουμε με τον…Γκάλη και τον Γιαννάκη. Ακόμα και αυτοί κουράστηκαν.

Πάμε να δούμε τι είδαμε κάπως πιο συνοπτικά.

Τι δεν είδαμε

Θα προσπαθήσουμε να προσεγγίσουμε την διοργάνωση όσο πιο ψυχρά γίνεται.

Πρώτα από όλα έλειψαν όλα τα μεγάλα ονόματα. Από τους Αμερικανούς μέχρι τους Τούρκους και τους Ιταλούς, αυτή δεν ήταν η συνάντηση όλων των αστέρων του παγκοσμίου μπάσκετ.

Το δεύτερο κομμάτι αφορά στη διοργάνωση. Η διαιτησία πιο άθλια από ποτέ, εξαίρεση ο τελικός του προηγούμενου μουντομπάσκετ, οργάνωση σχεδόν μηδέν και προβολή ακόμα χειρότερη.

Το τρίτο σκέλος αφορά στο θέαμα. Είδαμε μπάσκετ δίκην τραγωδίας. Τίποτε καινούργιο, τίποτε ενδιαφέρον, ξύλο και των γονέων και βέβαια νέα ονόματα ούτε για δείγμα.

Τουλάχιστον αυτό το μουντομπάσκετ ήταν πολύ πιο ενδιαφέρον από αυτό του 2002.

«Να παίξουμε μπάσκετ βρε παιδιά»

Για την ομάδα μας τα πράγματα ήταν απλά. Η πιο έτοιμη ομάδα της Ευρώπης, η καλύτερη ομάδα της Ευρώπης, πρόσθεσε ένα ακόμα κομμάτι, τον Σχορτσιανίτη, για να αποκτήσει μεγαλύτερο βάθος στον πάγκο. Το μοναδικό αρνητικό σημείο στην πρώτη φάση ήταν το κακό μπάσκετ. Κανείς δεν ξεχνάει τη δήλωση της μεγαλύτερης ελπίδας για το άθλημα, του Νίκου Ζήση μετά το νικητήριο καλάθι κόντρα στην Αυστραλία: «αν δεν παίξουμε καλύτερο μπάσκετ, δεν πάμε πουθενά».

Ο Παναγιώτης Γιαννάκης ξέρει ότι αν υπάρχει ένα …μελανό σημείο, είναι το μπάσκετ. Με πρωτοστάτη τον ίδιο, την δεκαετία του 80, μάθαμε το μπάσκετ όπως είναι. Γνωρίζει όμως ότι μία ακόμα γενιά Ελλήνων παικτών θα περνούσε ως αποτυχημένη στην ιστορία. Η πάλαι ποτέ επίσημη αγαπημένη θα εξελισσόταν σε περίγελο όπως συνέβαινε μέχρι το 2004 αν δεν αποκτούσε μία βάση. Αυτή η βάση ήταν το σκληρό μπάσκετ, με έμφαση στον αργό ρυθμό και την άμυνα. Όλα αυτά ήταν αλήθεια μέχρι τον ημιτελικό. Δεν θέλξαμε πάλι με το μπάσκετ, και μεταξύ μας, ο περισσότερος κόσμος κάθισε να δει την Eθνική κόντρα με τις ΗΠΑ, από περιέργεια.

Η ώρα του μπάσκετ

Η εθνική όμως έφτασε με ασφάλεια και αήττητη ως εκεί. Έδωσε μαθήματα σιγουριάς, ανωτερότητας με την Κίνα και την Γαλλία και όλοι περιμέναμε κάτι αντίστοιχο με τους Αμερικανούς. Εκεί έλαμψε ο Παναγιώτης Γιαννάκης χωρίς να κάνει κάτι ξεχωριστό.

Κατάλαβε ότι αυτός ο αγώνας είναι για…παιδιά κι έπρεπε να τους αφήσει να παίξουν να δείξουν το μπασκετικό τους ταλέντο μακριά από κανόνες και όρια. Θα έτρεχαν τόσο όσο δεν θα ήταν δυνατόν να σταματήσουν. Κι έτρεξαν στην ιστορία.

Το αντίθετο συνέβη στον τελικό. Οι Ισπανοί μας ήξεραν μας περίμεναν. Ατυχώς εκεί όλη η ομάδα έμοιαζε άδεια αλλά υπάρχει και μία άλλη αλήθεια: ο Γκαρμπαχόσα, ο Ναβάρο, ο Καλντερόν δεν είχαν ανάγκη να μας διαβάσουν. Τους παίκτες μας τους γνωρίζουν τέλεια οπότε διάβαζαν την κάθε τους κίνηση. Εκεί χάσαμε. Δεν υπήρχαν πάσες για τον Παπαλουκά, κλεψίματα για τον Διαμαντίδη, χώρος για τον Σχορτσιανίτη, ντράιβ για τον Σπανούλη, κινήσεις για τον Παπαδόπουλο. Από την άλλη οι Ισπανοί, χωρίς τον Γκασόλ στην επίθεση έπαιξαν όπως τους αρέσει και απέναντι σε μία εξαιρετική άμυνα, έδωσαν μαθήματα όμορφου μπάσκετ. Εκεί μας έλειψε ο Ζήσης. Δεν πειράζει, πολύ, όμως. Τουλάχιστον θα έχουμε να θυμόμαστε πολλά και ωραία.

Τα καλύτερα τώρα αρχίζουν…

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΑ