Ζωγράφος ο Ριβάλντο…

Το να επιθυμείς να ανακαλύψεις την πυρίτιδα στο ελληνικό ποδόσφαιρο είναι ουδόλως ευχάριστη και πρωτότυπη διαδικασία. Αν ο γράφων το επιχειρήσει τώρα, μάλλον το inbox του contra θα κατακλυστεί από μάλλον όχι και τόσο κολακευτικά μηνύματα.
Να εξηγηθούμε: Είτε πάρεις την πλευρά του ενός είτε του άλλου- ανάλογα πάντα με τα μάτια που βλέπεις ένα παιχνίδι- θα ενοχλήσεις μια μερίδα φιλάθλων που προφανώς έχει επιλέξει να παρακολουθεί ένα ματς βάσει των δικών της συλλογικών επιλογών. Αρκετά όμως με τη φιλολογία…
Στο ματς Άρης- Ολυμπιακός αναφέρομαι. Και το σχολιάζω με τα δικά μου μάτια. Δεν θα μιλήσω για τον διαιτητή Ζωγράφο. Ναι υπήρχαν αρκετές περιπτώσεις που τα σφυρίγματα του ήταν –για να το πούμε κομψά- «ζαλισμένα». Ούτε για την ποιότητα του ποδοσφαιρικού θεάματος επιθυμώ να ασχοληθώ. Αν είχαμε παρακολουθήσει ένα παιχνίδι με (διαφορετική) ποιότητα η όλη κουβέντα θα ήταν τελείως αλλιώτικη. Θα μου πείτε ότι μπήκαν 5 γκολ, ότι υπήρχαν πολλές φάσεις, ότι υπήρξε ένταση… ε και; Και πέρυσι είδαμε τέτοια παιχνίδια.
Και αν πραγματικά θέλουμε να είμαστε ρεαλιστές, τότε πρέπει να παραδεχθούμε ότι επί της ουσίας και στην εφετινή αγωνιστική χρονιά δεν βλέπουμε κάτι το ιδιαίτερο, κάτι το καινούργιο και το πιο ελκυστικό ρε παιδί μου.
Πλην ενός. Που διεφάνη και πάλι το βράδυ του Σαββάτου στο «Κλεάνθης Βικελίδης» από το 46ο λεπτό και μετά. Και έχει και όνομα. Ριβάλντο. Στον πρόλογο έλεγα πως δεν είναι πρωτότυπη διαδικασία να επιχειρείς την ανακάλυψη της πυρίτιδας, ως εκ τούτου το να προβεί κάποιος στο εγχείρημα μιας ακόμη « αγιογραφίας» του Βραζιλιάνου, μάλλον μόνο καινοτόμος δεν είναι. Αλλά με τη φτωχή μου (…αν θέλετε) ποδοσφαιρική σκέψη εκτιμώ ότι εδώ και τρία χρόνια το μόνο που παραμένει «καινούργιο» και ελκυστικό σε αυτό το πρωτάθλημα το ελληνικό είναι ο πάλαι ποτέ τιμηθείς με την χρυσή μπάλα, ο Vitor Borba Ferreira Rivaldo.
Αν δεν με απατά η μνήμη μου είναι ο μόνος παίκτης που έχει δεχθεί καθολικό standing ovation από οπαδούς αντίπαλης του Ολυμπιακού ομάδας. Είναι από τους ελάχιστους, αν όχι ο μόνος παίκτης, που με την έλευση του στο ελληνικό πρωτάθλημα κόμισε μαζί του και τη λάμψη του ονόματος του. Και όχι μόνο. Το βασικότερο είναι ότι ο Ρίμπο αποδεικνύει για τρίτο συνεχές έτος ότι στην χώρα μας δεν ήρθε για αρπαχτή, δεν ήρθε για να ρίξει πλουσιοπάροχα και « χωρίς να αγγίξει» την αυλαία της γεμάτης διακρίσεις καριέρας του.
Ο Ριβάλντο είναι ο ορισμός του βραζιλιάνου ποδοσφαιριστή, όπως τον συμπύκνωσε ο φίλος του ο Τζιοβάνι την περασμένη Κυριακή στην συνέντευξη του στο «Ε» της Κυριακάτικης Ελευθεροτυπίας. « Το’ χουμε στο αίμα μας. Σ’ εμάς αν ένα παιδί δεν αγαπάει το ποδόσφαιρο σημαίνει ότι υπάρχει πρόβλημα. Το πρώτο δώρο που παίρνει ένα μωρό είναι μια φανέλα και μια μπάλα» είπε ο άλλοτε μάγος των ερυθρολεύκων. Και συμπλήρωσε ότι οι βραζιλιάνοι ποδοσφαιριστές ζουν για να παίζουν τόπι. Ακόμα και στις διακοπές τους με το τόπι ασχολούνται…
Κάπως έτσι είναι και ο Ριβάλντο. Και στα 34 του χρόνια, γεμάτος τίτλους και διακρίσεις, δεν έχει χορτάσει το παιχνίδι με τη στρογγυλή θεά. Λες και το γήπεδο είναι εργόχειρο και ο Ρίμπο κεντάει προς τέρψιν όλων. Το απέδειξε και το βράδυ του Σαββάτου. Όταν εισήλθε στο δεύτερο μέρος του παιχνιδιού και άλλαξε τον ρου σ’ έναν καταδικασμένο σε ήττα αγώνα για τον Ολυμπιακό.
Αυτό μου μένει και αυτό θέλω να μου μένει… Όλα τα άλλα τα γνωρίζω, αλλά ως λάτρης του ποδοσφαίρου επιλέγω να κρατάω επιλεκτικά στο θυμικό όλα όσα κάνουν το « παιχνίδι» πιο όμορφο.