O Ρομπ Χιούιτ έμεινε 75 ώρες παγιδευμένος στον ωκεανό. Κατάφερε να ζήσει
Πώς μπορεί να ζήσει κανείς, όταν έχει ναυαγήσει στο άπειρο; Πόσο εύκολη ή δύσκολη είναι η επιβίωση όταν δεν υπάρχει νερό, φαγητό, ελπίδα; Ένας Νεοζηλανδός δύτης έγινε ο ορισμός του Survivor.
Ο Ρομπ Χιούιτ, μισθοφόρος του πολεμικού ναυτικού της Νέας Ζηλανδίας, βρισκόταν σε διακοπές με τους φίλους και την οικογένεια του και έκανε καταδύσεις μαζί με την παρέα του, έχοντας αγκυροβολήσει στη νήσο Μάνα, βορειοδυτικά της πόλης Γουέλινγκτον.
Όλα ξεκίνησαν όταν το κότερο από το οποίο έκανε βουτιές, χάθηκε για λίγο από τον ορίζοντα. Φαντάστηκε πως οι φίλοι του κατευθύνονταν προς το νησί, κάτι που όντως συνέβη. Ο Νεοζηλανδός δύτης βούτηξε ακόμα πιο βαθιά, μόνος του.
Περιπλανήθηκε στο μαγικό βυθό της παγωμένης θάλασσας της Νέας Ζηλανδίας, σχεδόν έχασε την αίσθηση του χρόνου. Όταν βγήκε στην επιφάνεια του νερού, ανέβηκε ξανά στο σκάφος, απολαμβάνοντας ακόμα λίγες στιγμές χαλάρωσης με τους κολλητούς του. Κάποια στιγμή, το σκάφος βρέθηκε μπροστά σε ένα πάρα πολύ δυνατό κύμα παλίρροιας.
Όλα σκοτείνιασαν. Λίγα λεπτά -που έμοιαζαν με αιώνες- αργότερα, ο Χιούιτ πάλευε να ανέβει στην επιφάνεια του νερού. Η παλίρροια τον είχε σπρώξει εκατοντάδες μέτρα μακριά από το σκάφος, το οποίο δεν μπορούσε να διακρίνει σε κανένα σημείο του ορίζοντα.
Όταν κατάφερε να πάρει την πρώτη του αναπνοή πάνω από το νερό ήταν μόνος, το σκάφος είχε χαθεί από το οπτικό πεδίο του, μια κουκκίδα σε μια αχανή θάλασσα. Πήρε βαθιά ανάσα και προσπάθησε να μην πανικοβληθεί.
Στην αρχή, το ένστικτο της επιβίωσης τον οδήγησε στο να αρχίσει να κολυμπάει σε μια απέραντη έκταση ανάμεσα στα νησιά Μάνα και Καπίτι. Όμως, με τη θερμοκρασία του νερού στους 16 βαθμούς Κελσίου, κάτι τέτοιο δεν θα μπορούσε να συνεχιστεί για πολλές ώρες, διαφορετικά θα κατέληγε στον βέβαιο θάνατο του από υποθερμία.
Ο Χιούιτ ακινητοποίησε για ώρες το σώμα του και έμεινε σε εμβρυακή στάση, εκμεταλλευόμενος τον ενισχυτή πλευστότητας της καταδυτικής στολής του. Με αυτόν τον τρόπο, κάνοντας οικονομία κινήσεων και προφυλάσσοντας το σώμα του σε μια στολή δύτη με ύφασμα πάχους 5 χιλιοστών, κατάφερε να μειώσει την απώλεια θερμότητας από το σώμα του. Οι ώρες περνούσαν. Και θύμιζαν αιώνες.
Υπήρχε όμως και το θέμα του φαγητού. Μπορούσε να αντέξει τα κοπάδια από τσούχτρες και άλλα αρθρόποδα που περνούσαν από πάνω, από κάτω, δίπλα του, αλλά η πείνα μπορούσε να τον γονατίσει. Ο Χιούιτ ξεκίνησε να κυνηγάει τροφή, βουτώντας στο βυθό ξανά και ξανά. Οι αχινοί ήταν μια καλή λύση και η θάλασσα τους παρείχε απλόχερα. Μια μικρή καραβίδα που ύστερα από 40 ώρες παραμονής στη θάλασσα έμοιαζε με χρυσάφι, συμπλήρωσε το φαγητό του.
Ο Νεοζηλανδός υπολόγισε ότι αν κατόρθωνε να μη χάσει περισσότερη θερμότητα από το σώμα του κάνοντας οικονομία κινήσεων, αυτό το φαγητό θα λειτουργούσε ως καύσιμο για άλλες 24 ώρες τουλάχιστον. Αν μπορούσε να διακρίνει έστω ένα κομμάτι στεριάς πάντως, θα βοηθούσε κάπως την κατάσταση του.
Ο θάνατος περνούσε από τα μάτια του σαν τρέιλερ ταινίας και ύστερα πλήρωνε ενοίκιο μέσα στο μυαλό του. Ο θάνατος έμοιαζε σχεδόν με πρόσωπο που του μιλούσε. Για να καταφέρει να μη βυθιστεί σε ψυχωτικά παραληρήματα, ο Νεοζηλανδός προσευχόταν διαρκώς και όταν δεν συνέβαινε αυτό, επαναλάμβανε συνεχώς τα ονόματα των μελών της οικογένειας του, σαν mantra.
Με αυτόν τον τρόπο κατάφερνε να γαληνεύει έστω για λίγο το κορμί του, να μειώνει τους καρδιακούς παλμούς και να διατηρεί σώμα και μυαλό σε μια σταθερή κατάσταση.
Όταν κουραζόταν, όταν η πίστη έκανε διαλείμματα και η σκληρή πραγματικότητα επανερχόταν μπροστά από τα μάτια του, σκεφτόταν τρόπους για να τελειώσει αυτό το μαρτύριο μια και καλή. Ο ήλιος κάρφωνε το κεφάλι του σαν φλόγα, το σώμα του έχανε διαρκώς δυνάμεις, το πρόσωπό του είχε παραμορφωθεί από ένα κράμα δακρύων, πληγών από ζωύφια, αγχωτικών διαταραχών που εκδηλώνονταν με τρόπο αποτροπιαστικό πάνω του.
Ξημέρωνε Τετάρτη, πρώτη μέρα στο δεύτερο μισό του Μαρτίου του 2006 και μια ομάδα δυτών είχε αρχίσει ήδη ένα θαλάσσιο σαφάρι για τον εντοπισμό του.
Κάποια στιγμή, ένα σχεδόν ψόφιο ανθρώπινο κουφάρι λίμναζε μπροστά τους. Όταν κατάλαβε ότι είχε βρεθεί μπρος σε πραγματικές ανθρώπινες οντότητες, πάθαινε σοκ, βρισκόταν ξανά σε ένα ακόμα πιο τρομακτικό παραλήρημα, Οι δυο δύτες κατάφεραν να τον ανασύρουν στην ακτή του νησιού Κετάπι, με το σώμα του αφυδατωμένο, στα όρια της αποσύνθεσης.
Στη συνέχεια ο 38χρονος νοσηλεύτηκε επί 3 ημέρες σε νοσοκομείο της πόλης Γουέλινγκτον, επιτυγχάνοντας τελικά να σταθεί στα πόδια του ξανά. "Ειλικρινά, όταν άρχισα να έχω παραισθήσεις, πίστεψα ότι δεν υπήρχε περίπτωση να ζήσω", είπε σε δημοσιογράφους.
Στη συνέχεια, ο βετεράνος ναυτικός αφηγήθηκε την περιπέτειά του σε βιβλίο με τίτλο 'Treading Water', όπου μεταξύ άλλων θυμόταν τις στιγμές όπου το σώμα και το μυαλό του τρελαινόταν από την έλλειψη νερού και προσπαθούσε να σκεφτεί κάτι θετικό για να επιβιώσει.
"Σκεφτόμουν φτωχά παιδιά στην ακτή, που δεν έχουν νερό και φαγητό. Σκεφτόμουν ότι αφού μπορούσαν αυτά να ζουν με τόση αυτοθυσία και ηρωισμό, γιατί να μην τα καταφέρω εγώ;"
Ο Χιούιτ κατάφερε να νικήσει τον ίδιο τον ωκεανό. Και να επιζήσει.