Γεννημένοι αλήτες
Στους μαθητές που γεννήθηκαν αλήτες… Γι’ αυτούς που τους κληροδοτούμε «καμένη γη» και τους κατηγορούμε για την παραβατική συμπεριφορά τους. Να θυμούνται όμως κάτι: Το άστρο πεθαίνει, μα το φως ποτέ του.

Το περιβάλλον όσο πάει και θ’ αλλάζει και η Γη είναι καζάνι που θα βράζει. Η παγκόσμια κοινωνία για βοήθεια φωνάζει κι ο μέσος Έλλην περί άλλων τυρβάζει.
Την ώρα που κάποιοι εκπονούν σχέδια για τρομολάγνες υπερσυντηρητικές κοινωνίες, με κάμερες ως λύση που παρακολουθούν τις ανάσες των πολιτών.Πρόσχημα η αθωότητα που δεν φοβάται τη σκιά της- οργουελικά σενάρια γίνονται πράξη υπογείως, μέσα από την καθημερινότητα. Εικόνες από την Ελλάδα: που δεν μαθαίνει και τιμωρεί τα παιδιά της με το ίδιο νόμισμα.
Οι μαθητές ασφυκτιούν. Ο διπλανός τους είναι άλλης εθνικότητας- δεν μιλάει καλά ελληνικά. Θυμούνται τις εικόνες στην τηλεόραση με αφιονισμένους πατριδοκάπηλους να διαρρηγνύουν τα ιμάτια τους: «Ο Αλβανός δεν μπορεί να σηκώσει τη σημαία». Δεν έχει σχέση αν ήταν αριστούχος… Ο μαθητής μπερδεύεται, κάτι δεν πάει καλά, δεν βγαίνει η εξίσωση. Έχει μάθει από τα μικράτα του ότι η τηλεόραση έχει δίκιο. Οι μαθητές ασφυκτιούν σε ένα νέο κόσμο που τρέχει και μία χώρα που δεν προλαβαίνει τις εξελίξεις.
Οι γονείς στον καναπέ ξαπλωμένοι, τηλεόραση βλέπουν αποχαυνωμένοι. Προβλήματα πολλά τους στήνουν καρτέρι κι οι τραπεζίτες τους έχουν στο χέρι.
Νέα Ελλάδα που πληγώνεις τα παιδιά σου και τα συνθλίβεις στα παράλογα κελιά σου. Γκρίζο σχολείο, ποντικοπαγίδα, για υπεράριθμους μαθητές χωρίς ελπίδα. Σχολεία άδεια, ερειπωμένα, όνειρα έφηβου, προδιαγεγραμμένα.
Νέους ανθρώπους που τους μπόλιασαν στο ζόφο, που οι σπουδές τους δεν είχαν ένα στόχο. Μες’ το προαύλιο το σκοτάδι τους παγώνει, έξω απ΄ την πόρτα ο ντίλερ τους ζυγώνει.
Ο μαθητής που δίψασε για γνώση, κι όμως ξανά, στην αποστήθιση θα λιώσει. Σαν τιμωρία, ελεύθερη η πτώση, αποβολή η λύση που θα νιώσει.
Στο σχολείο διδάσκεται το λάθος, άδεια διεκπεραίωση χωρίς κανένα πάθος. Και κάθε απόγευμα γυρνάει στα θρανία- φροντιστήρια της γνώσης με φράγκα στα ταμεία.
Κι γονείς του θα δουλεύουν όλη μέρα, στον αγώνα να πετύχουν να δουν μία «άσπρη» μέρα. Τα σχολεία ολοένα και θα φθίνουν κι οι μαθητές στα Τάρταρα θα σβήνουν.
Ο μαθητής ανοίγει το pc του, παράθυρο στον κόσμο της δόλιας της ψυχής του. Διαβάζει ξανά οι φοιτητές είναι στους δρόμους- τρέμουνε το αύριο, αντιστέκονται στους νόμους.
Τους αγχώνει η εκμετάλλευση, οι μισθοί που είναι άνισοι- τα φτερά τους κολλημένα δεν ανοίγουν, με τη μαύρη εργασία θα τους πνίγουν. Οι σπουδές που λαμβάνουν δεν είναι σωστές, και ουδόλως όπως λένε ανταγωνιστικές.
Και τους δίνουν πτυχίο, γραμμένο με ελπίδες- ένα μέλλον αβέβαιο γεμάτο παγίδες. Οι εργοδότεςτους ζητάνε θυσίες κι ο ελεύθερος τους χρόνος, ανοησίες…
Ο μαθητής αγχωμένος παραπαίει, είναι ένα θύμα, δεν διστάζει να το λέει. Τα ντουβάρια που τον πνίγουν μισεί και στο πρόσωπο των άλλων εκδίκηση ζητεί.
Το βίο αβίωτο του κάνουν, τα εγκλήματα σε βάρος του δεν λογαριάζουν. Η αποξένωση του μοιάζει με ίωση, και του δίνουν για αντιβίωση την αλλοτρίωση.
Κοινωνία αφθονίας, παραμύθι σωστό, βίαιες εικόνες γύρω του ένα σωρό. «Γιατί;» φωνάζει, παραφέρεται, στην κατάληψη του τα σπάει και το χαίρεται.
Δεν αντέχει και ουρλιάζει, είναι ο φόβος που κανείς δεν μετριάζει. Η επόμενη του μέρα μοιάζει τυφλή, σαν τα δάση μας καμένη είναι κι αυτή.
Στους μαθητές που γεννήθηκαν αλήτες… Γι’ αυτούς που τους κληροδοτούμε «καμένη γη» και τους κατηγορούμε για την παραβατική συμπεριφορά τους. Να θυμούνται όμως κάτι: Το άστρο πεθαίνει, μα το φως ποτέ του.