Ο σοβαρός κύριος Βύντρα

Ο Zastro κάνει photostop στην καριέρα του Λουκά Βυντρα. Από τα πρώτα χρόνια στον Πανηλειακό και την επεισοδιακή θητεία στον Παναθηναϊκό, μέχρι σήμερα.

Ο σοβαρός κύριος Βύντρα

Ο Όσκαρ Ουάιλντ, στο έργο του «Η σημασία του να είναι κανείς σοβαρός» (The Importance of Being Earnest) μέσω της σάτιρας στη βικτωριανή Αγγλία, στηλιτεύει και βασικές κοινωνικές προκαταλήψεις, στερεότυπα και εμμονές. Δεν έχει σημασία τόσο πολύ ποιος είσαι και τι κάνεις, αρκεί να είσαι earnest, δηλαδή σοβαρός. Είναι πάρα πολλά τα τσιτάτα στη ζωή μας, οι προκαταλήψεις, η λάσπη στον ανεμιστήρα όπως έχουμε μάθει να λέμε. Δεν έχει σημασία τι λέει κάποιος, αλλά ποιος είναι ο κάποιος που το λέει. Αδιάφορο εάν έχει δίκιο, άδικο ή οτιδήποτε. Εάν πρόκειται για δακτυλοδεικτούμενο ή απορριφθέντα από την πλειοψηφία, τότε λοιδορείται, θεωρείται περιθωριακός, αφερέγγυος, ανίκανος. Κι όπως οι δύο ήρωες της θεατρικής κωμωδίας του Ουάιλντ αλλάζουν τα ονόματά τους για να γίνουν αποδεκτοί και να κερδίσουν το κορίτσι, έτσι και ο Λουκάς Βύντρα ακόμα παλεύει να αποτινάξει από πάνω του την εντύπωση που έχει σχηματίσει για εκείνον η κοινή γνώμη.

Έμαθε να ζει με την ετυμηγορία του «γηπεδικού δικαστηρίου»

Οι οπαδοί του Παναθηναϊκού είναι ξεχωριστό κεφάλαιο, εκτός πλαισίου και η γενεσιουργός αιτία για τη χειραγώγηση της «κοινής γνώμης». Διότι όλα από τους οπαδούς του Παναθηναϊκού ξεκίνησαν και εν τέλει όλα εκεί καταλήγουν όταν καταπιάνεσαι με το Λουκά Βύντρα. Είναι ίσως ο τελευταίος μιας γενιάς που έμαθε να ζει και να πορεύεται με την ετυμηγορία του «γηπεδικού δικαστηρίου», ένας διεθνής ποδοσφαιριστής που κάποτε, για κάποιους λόγους και για κάποια αιτία «καταδικάστηκε» και η καταδίκη τον συνοδεύει σε ολόκληρη την καριέρα του. Μια καριέρα που όπως θα διαπιστώσουμε, δεν υστερεί καθόλου σε σχέση με αντίστοιχων ποδοσφαιριστών της αξίας του και μια διαδρομή που εξ αρχής δεν ήταν αυτό που λέμε στρωμένη με ροδοπέταλα.

Για να το ρίξουμε και λίγο στο χιούμορ, εν πρώτοις γεννήθηκε την ίδια ημερομηνία με τον Cristiano Ronaldo, το Neymar και τον Carlos Tevèz: στις 5 Φεβρουαρίου του 1981 (χθες έκλεισε τα 35) στο Mesto Albrechtice της (τότε) Τσεχοσλοβακίας, μιας κωμόπολης 3μισι χιλιάδων κατοίκων στο βορειοανατολικό τμήμα της Moravia-Slesia, κοντά στα σύνορα με την Πολονία. Πατέρας Τσέχος, μάνα Ελληνίδα, βορειοελλαδίτισσα, από την Αριδαία, δεν ήταν ακόμη ο Λουκάς αλλά ο Lukáš Vydra. Το μεγαλύτερο μέρος από τα παιδικά του χρόνια το πέρασε εκεί, παίζοντας με τον αδελφό του ποδόσφαιρο, μέχρι που το Νοέμβριο του 1989 ξέσπασε η sametová revoluce, η «βελούδινη επανάσταση» που είχε ως αποτέλεσμα την πτώση του κομμουνιστικού καθεστώτος και τη διάλυση της Σοσιαλιστικής Δημοκρατίας της Τσεχοσλοβακίας. Η οικογένεια δοκιμάστηκε.

Τα πρώτα βήματα

Όσο ειρηνική κι αν είναι μια επανάσταση, δεν παύει να είναι ποτέ επικίνδυνη. Οι κοινωνικοπολιτικές αλλαγές ήταν καθολικές, σαφώς επηρέασαν όλους τους τομείς των κατοίκων, αλλού επήλθαν θετικές, αλλού αρνητικές επιπτώσεις. Η οικογένεια Βύντρα αποφάσισε μετά από ενάμιση χρόνο να μεταναστεύσει, η μητέρα να επιστρέψει στα πατρώα εδάφη, στην Αριδαία, κοντά στα πανέμορφα λουτρά Πόζαρ. Ο Λουκάς τότε ήταν 9 ετών, δεν πολυκαταλάβαινε τι συνέβαινε γύρω του, την ιστορική σημασία των πολιτικών αλλαγών, την αναγκαιότητα του ερχομού στην Ελλάδα. Εκεί στην Πέλλα στο πάλαι ποτέ Σούμποτσκο, ξεκίνησε και ο Βύντρα τα πρώτα δειλά του ποδοσφαιρικά βήματα σαν σέντερ φορ στον ιστορικό Αλμωπό, μια ομάδα στην οποία έχουν ανδρωθεί αρκετά γνωστά ονόματα του ποδοσφαίρου μας, όπως ο Μήνου, ο Τσολερίδης, ο Κατσιαούνης, ο Γρηγοριάδης, ο Σολάκης, ο Ταραλίδης. Αργότερα ο Τάκης Καραγκιοζόπουλος τον γύρισε στα χαφ, σιγά σιγά πήγε ακόμη πιο πίσω μέχρι που καθιερώθηκε στα στόπερ.

Δεν είχε κλείσει ακόμη τα 18 όταν εντάχθηκε στα μικρά εθνικά κλιμάκια και τον πρωτοπρόσεξαν τότε κυρίως οι ομάδες της Θεσσαλονίκης. Πιο πολύ για το νεαρό διεθνή ενδιαφέρθηκε ο Πανηλειακός του αείμνηστου Γιάννη Κυράστα, μια ομάδα που είχε καταπλήξει όλους τους Έλληνες φιλάθλους στα μέσα της δεκαετίας του ’90 και ήδη είχε τροφοδοτήσει με καταπληκτικούς ποδοσφαιριστές τους μεγάλους του ποδοσφαίρου μας: Τζόρτζεβιτς, Λάκης και Γιαννακόπουλος οι σημαντικότεροι αυτών. Ο Πανηλειακός, παρά την αποψίλωση του ρόστερ είναι σταθεροποιημένος στη μέση της βαθμολογίας της Α’ Εθνικής και τη σεζόν 1998/99 κατόπιν εισήγησης του Κυράστα, αποκτά τον 18χρονο Βύντρα που πλέον γίνεται και με τη βούλα επαγγελματίας ποδοσφαιριστής.

Τα χρόνια στον Πανηλειακό

Είναι ήδη 1,84 και διαθέτει μια αξιοπρόσεκτη φυσική δύναμη, δεν διαστάζει να μπαίνει δυνατά στις μονομαχίες είτε αγωνίζεται σαν αμυντικός χαφ είτε σαν δεξιός στόπερ, στη «μικρή» εθνική όλοι έχουν να λένε για το συνεσταλμένο χαρακτήρα του, την πραότητα και τη σύνεσή του. Σε εκείνον τον Πανηλειακό θα γράψει μόλις 4 εμφανίσεις, το νεαρό της ηλικίας του δεν επιτρέπει πειράματα και την επόμενη σεζόν, ο Σταυρόπουλος σε συνεννόηση με τον Παράσχο, τον στέλνουν στη Βέροια για να αποκτήσει εμπειρίες και να πάρει παιχνίδια στα πόδια του. Στη βασίλισσα του βορρά θα κάνει μια γεμάτη σεζόν και όταν αναλαμβάνει τον Πανηλειακό ο Σάκης Τσιώλης, λαμβάνει το μήνυμα να επιστρέψει πίσω στον Πύργο.

Ο σοβαρός κύριος Βύντρα

Στα 20 του παίρνει τη φανέλα βασικού σπίτι, κάνει δυόμισι θαυμάσιες σεζόν και αποδεικνύεται πολύτιμος σχεδόν σε όλες τις θέσεις της άμυνας. Δεν τραυματίζεται, είναι πολύ δυνατός, στις λιγοστές ευκαιρίες που του δίνονται να προωθείται, σκοράρει κιόλας. Ήταν θέμα χρόνου να προσεχθεί και από τις μεγαλύτερες ομάδες και κατά τη μεταγραφική περίοδο του Ιανουαρίου του 2004, ξεσπά ένας μίνι επικοινωνιακός πόλεμος μεταξύ ΑΕΚ, Ολυμπιακού και Παναθηναϊκού με αντικείμενο την απόκτησή του από τον Πανηλειακό. Πλειοδοτεί ο Παναθηναϊκός, κυρίως λόγω της εμμονής του Βέλιμιρ Ζάετς που πίστευε πάρα πολύ τον ποδοσφαιριστή καθώς τον θεωρούσε πολυσύνθετο και ένα εξαιρετικό εργαλείο για κάθε προπονητή. Η άποψη του Ζάετς ήταν ορθή, διότι η καριέρα του Βύντρα εν τέλει σε αυτά τα χαρακτηριστικά χτίστηκε και βασίστηκε. Ο Ολυμπιακός αρκέστηκε τελικά στο έτερο ταλέντο που μοσχοπούλησε τότε η ομάδα του Πύργου, το Γιάννη Ταραλίδη.

Η... μετακόμιση στον Παναθηναϊκό

Παρουσιάστηκε παρέα με τον Έκι Γκονζάλες, το μεγάλο μεταγραφικό απόκτημα του Ιανουαρίου για τον Παναθηναϊκό και τους Ντεμπά-Νυρέν και Ηλία Κώτσιο. Ήρεμος, φειδωλός, βέβαιος ότι θα μοχθήσει για να αποκτήσει φανέλα βασικού. Ντεμπουτάρισε αναπάντεχα την πρώτη μέρα του Φλεβάρη, σε ένα ντέρμπι με την ΑΕΚ όταν κλήθηκε στον πανικό να αντικαταστήσει το Γιούρκα Σεϊταρίδη στο δεξί άκρο της άμυνας. Ήταν μια θέση που δεν γνώριζε, είχε αγωνιστεί ελάχιστες φορές ως δεξιός μπακ, αλλά έμελλε εκείνο το ντεμπούτο να τον ακολουθήσει σχεδόν σε ολόκληρη την πορεία του στον Παναθηναϊκό. Ο Σεϊταρίδης τότε – δικαίως – θεωρείτο το μεγαλύτερο asset του Παναθηναϊκού, ένας ποδοσφαιριστής που είχε τα φόντα να αγωνιστεί σε οποιαδήποτε μεγάλη ευρωπαϊκή ομάδα, ενώ και η ομάδα, παρά τη μουρμούρα των οργανωμένων ήταν μέσα σε όλους της στόχους της.

Ο σοβαρός κύριος Βύντρα
INTIME SPORTS

Ο Παναθηναϊκός εν τέλει θα κατακτήσει το νταμπλ πανηγυρικά, ο Βύντρα θα κάνει συνολικά μόλις 4 συμμετοχές, αλλά πολύ πριν το καλοκαίρι και το ονειρεμένο Euro της Πορτογαλίας, Γιάννης Βαρδινογιάννης και Nuno da Costa δίνουν τα χέρια και συμφωνούν για την πώληση του Σεϊταρίδη στην Πόρτο έναντι 4 εκατομμυρίων ευρώ. Ήταν 11 Ιουνίου 2004, σε λίγες μόλις ημέρες ο Σεϊταρίδης με τις εμφανίσεις του στην Πορτογαλία τραβούσε επάνω του όλα τα βλέμματα, ακόμη και τα «χρυσά» της Ρεάλ Μαδρίτης που κινήθηκε για την απόκτησή του. Ήταν όμως αργά, αφού η εξπέρ σε τέτοιου είδους ανακαλύψεις Porto, είχε προλάβει το «λαβράκι» που σημειωτέον μοσχοπούλησε μερικούς μήνες αργότερα στη Ντιναμό Μόσχας με 12 εκατομμύρια.

Ο «αντι-Γιούρκας»

Για τον Βύντρα βέβαια λίγα σήμαιναν τα εκατομμύρια που χόρευαν γύρω από το Γιούρκα, εκείνος λιγομίλητος και αντιδημοσιογραφικός, φρόντιζε να περιμένει τη σειρά του για να αγωνιστεί στα στόπερ. Προς έκπληξη όλων, ο Παναθηναϊκός στην προσπάθειά του να καλύψει το επικοινωνιακό μέρος της αντικατάστασης του Σεϊταρίδη με τον αλήστου μνήμης Ραγκουέλ, ενημερώνει ότι δεν θα προχωρήσει σε απόκτηση άλλου βασικού δεξιού μπακ, διότι αντικαταστάτης υπάρχει ήδη στο ρόστερ! Ο Βύντρα σε ένα καλοκαίρι βαπτίστηκε δεξιός μπακ, οι συγκυρίες έφεραν ένα παιδί 23 ετών να σηκώνει το βάρος του «αντι-Γιούρκα» και να καλείται να ανταπεξέλθει σε έναν ρόλο που δεν του ήταν ποτέ οικείος.

Με το Σεϊταρίδη ήταν αδύνατον να γίνει η οποιαδήποτε σύγκριση, ο Γιούρκας του 2004 ήταν ένας φανταστικός επιθετικός μπακ, με τρομερή ταχύτητα, μοναδικό ξεπέταγμα, φαλτσαριστές σέντρες, αέρινο τρέξιμο. Ακριβώς δηλαδή τα αντίθετα με το Βύντρα που ήταν ένας ποδοσφαιριστής «του προπονητή» όπως λέμε, που βασιζόταν στην αντοχή, τη δύναμη, τα σωματικά προσόντα και την αμυντική προσήλωση. Αν και θα μπορούσε να διαμαρτυρηθεί, δεν το έκανε ποτέ. Θα μπορούσε να υπερασπιστεί τον εαυτό του εξ αρχής, να τονίσει ότι καλείται να ανταποκριθεί σε μια θέση που δεν είχε αγωνιστεί μέχρι πρότινος, ότι είναι «υπηρεσιακός» στο δεξί άκρο της άμυνας. Αντ’ αυτού έσκυψε πάλι το κεφάλι κάτω, δούλεψε πολύ σκληρά, βελτίωσε πάρα πολλά σημεία του παιχνιδιού του και σιγά σιγά προσαρμόστηκε.

Ο σοβαρός κύριος Βύντρα

Μέχρι να προσαρμοστεί, εκτός του ανεκδιήγητου Ραγκουέλ που μέσα σε ένα πεντάμηνο έφυγε από τον Παναθηναϊκό, δεξιά δοκιμάστηκε και ο Νασίφ Μόρις, αλλά ούτε ο Νοτιοαφρικανός απέδιδε όπως ο καλός στρατιώτης Λουκάς. Το γκολ στο Highbury στο 1-1 με την Άρσεναλ με την οβίδα έξω από την περιοχή του Lehmann (παρενεβλήθη και η πλάτη του Pascal Cygan) σύστησε το Λουκά Βύντρα στο ευρύ κοινό. Ένα γκολ σε αγώνα Champions League είναι πάντοτε η καλύτερη δυνατή συστατική επιστολή, ένα γεγονός επάνω στο οποίο μπορούν να χτιστούν καριέρες. Τη στιγμή όμως που ο Βύντρα επιζητούσε το τελικό boost για να αποκτήσει αυτοπεποίθηση και να απογειωθεί, ο Παναθηναϊκός παρέπαιε.

Πλήρωσε τη μανία με το Βαρδινογιάννη

Παρά το νταμπλ της προηγούμενης σεζόν και το γεγονός ότι ήταν ακόμη εντός στόχου κατάκτησης του τίτλου, ο κόσμος και ειδικότερα οι οργανωμένοι, «έβραζαν» με το Βαρδινογιάννη. Συν τοις άλλοις οι εύκολοι στόχοι της εξέδρας είχαν στην πλειοψηφία τους αποχωρήσει. Ο Τάκης Φύσσας έναν χρόνο νωρίτερα για τη Μπενφίκα, ο Γιώργος Καραγκούνης για την Ίντερ, ο Νίκος Λυμπερόπουλος για την ΑΕΚ, η γνωστή «διαλυμένη» ομάδα της Ριζούπολης με μοναδικά «κατάλοιπα» το Γιάννη Γκούμα και τον Άγγελο Μπασινά (που αποχώρησε κι αυτός έναν χρόνο αργότερα για τη Μαγιόρκα). Ο Νικοπολίδης ήταν ξεχωριστή περίπτωση, αλλά δεν ήταν λίγοι εκείνοι που επέρριπταν τις ευθύνες της μετακόμισής του στον Ολυμπιακό στο Γιάννη Βαρδινογιάννη.

Αυτήν ακριβώς τη μανία με το Βαρδινογιάννη, πλήρωσε ακούσια ο Βύντρα. Η αλήθεια είναι ότι ο μεγαλομέτοχος του Παναθηναϊκού δεν βοήθησε την ομάδα του νταμπλ, δεν επένδυσε και δεν «απάντησε» ποτέ στον Κόκκαλη. Κι όπως κυκλοφορούσε τότε ευρέως στην τούρλα των μεθεορτίων του Euro 2004 που η «παράγκα» είχε μείνει ακέφαλη, αρνήθηκε να εμπλακεί και με το παρασκήνιο προκειμένου να εγκαθιδρύσει ο Παναθηναϊκός τη δική του δυναστεία και να εξασφαλίσει παντός είδους «προστασία». Κατά την προσωπική μου άποψη, η στάση του περιποιεί τιμή στο ήθος του, το να μιλά κανείς για ήθος όμως στο περιβάλλον του ελληνικού ποδοσφαίρου, είναι σαν να προσπαθεί να αποδείξει η Sasha Grey τη σημασία του sex μετά το γάμο.

Ο σοβαρός κύριος Βύντρα

Εν πάση περιπτώσει, εκείνος ο Παναθηναϊκός τα είχε κάνει όλα λάθος. Από την επιλογή του Σντένεκ Σκάζνυ στον πάγκο, μέχρι τον Τότη Φυλακούρη και τις μεταγραφικές επιλογές που ήταν καταστροφικές. Μοιραία ο κόσμος ξεσπούσε, αναζητούσε εξιλαστήρια θύματα, φανταστικούς και υπαρκτούς εχθρούς. Ο Βύντρα προς στιγμήν ήταν έξω από το κάδρο («αγαπημένοι» της εξέδρας ήταν ο Γκούμας και ο Μπασινάς), συνέχιζε να κάνει τη δουλειά του και να προσφέρει highlights όπως εκείνο το καταπληκτικό γκολ με τη Σεβίλλη στη Λεωφόρο από τα 35 μέτρα που χάρισε τη νίκη στον Παναθηναϊκό απέναντι σε μια πάρα πολύ δυνατή ομάδα, ανερχόμενη δύναμη του ευρωπαϊκού ποδοσφαίρου τότε. Έμοιαζε ευγνώμων που αγωνίζεται στον Παναθηναϊκό, έδινε πάντοτε σε κάθε παιχνίδι το 100% όσων μπορούσε και διά των εμφανίσεων και της προσήλωσής του, αποδέχθηκε και μετά χαράς την κλήση από το Ρεχάγκελ για την Εθνική.

Πάντα του άρεσαν αυτοί οι χαρακτήρες του Ρεχάγκελ, άνθρωποι που έχουν ζήσει φτώχεια, μόχθησαν να πετύχουν κάτι σημαντικό στη ζωή τους και διέπονται από αρχές. Ο Βύντρα είχε περάσει από όλα αυτά, είχε σταθεί στα πόδια του, οι γονείς του ζούσαν στη Γερμανία πια και ο ίδιος θεωρούσε ότι το μισό εκατομμύριο που δαπάνησε ο Παναθηναϊκός για να τον αποκτήσει εκείνον τον χειμώνα του 2004, ήταν το διαβατήριο για μια άνετη και καλή ζωή μετά από δεκάδες προβλήματα. Στο χορτάρι βελτιωνόταν, είχε μαγικές στιγμές όπως η εξουδετέρωση του Ροναλντίνιο στο 0-0 του ΟΑΚΑ εναντίον της Μπαρτσελόνα, αλλά είχε και τις κακές στιγμές του, ορισμένες και απερίσκεπτες όπως εκείνο το αψυχολόγητο φάουλ (κλώτσησε τη μπάλα εντός αγωνιστικού χώρου) ενόσω έκανε προθέρμανση (!) εναντίον της ΑΕΚ που οδήγησε στο γκολ του Τσάνκο από τα 30 μέτρα και έγειρε την πλάστιγγα υπέρ του δικεφάλου.

Ο σοβαρός κύριος Βύντρα

Σαν «αντι-Σεϊταρίδης» ήταν σαφές ότι δεν μπορούσε, ο καλομαθημένος από τις επελάσεις του Γιούρκα κόσμος του τριφυλιού, δυσανασχετούσε κάθε φορά που ο Βύντρα δεν έκανε τη σωστή σέντρα, σε κάθε χαμένο overlap, σε κάθε ντρίπλα που δεν μπορούσε να επιχειρήσει. Το τελειωτικό χτύπημα όμως, ήλθε όταν ο Γιάννης Βαρδινογιάννης μίλησε με καλά λόγια γι’ αυτόν: ήταν η αρχή του τέλους για τη σχέση του Λουκά με τον κόσμο του Παναθηναϊκού, η ταμπέλα του «τζιγγερικού» κόλλησε επάνω του και δεν ξαναβγήκε ποτέ. Φίλους δημοσιογράφους για να «αβαντάρουν» δεν είχε ποτέ, λιγομίλητος και απόμακρος καθώς ήταν, δεν έδωσε σημασία και θεώρησε τις αποδοκιμασίες μέρος του παιχνιδιού.

Εξελίχθηκε σε στόχο της εξέδρας

Οι σεζόν περνούσαν, ο Παναθηναϊκός εξακολουθούσε να απογοητεύει πότε με το Μαλεζάνι, πότε με το Μπάκε, πότε με αποτυχημένες επιλογές όπως το δίδυμο Μπίστσαν-Κονσεϊσάο ή οι διάφοροι Άντριτς, Μίτου και οι εξεζητημένες επιλογές των Ζάετς και Βέλιτς με γνώμονα το χαμηλό κόστος. Ο Ολυμπιακός (ξανα)κατακτούσε τα πρωταθλήματα, ο Παναθηναϊκός ολοένα και γινόταν πιο άρρωστος και αυτή η αρρώστια εμφανιζόταν κάθε φορά που η ομάδα δεν απέδιδε στο χόρτο. Ο Βύντρα βαθμηδόν εξελίχθηκε σε στόχο της εξέδρας, κάθε του λάθος όπως εκείνο το διπλό στο Felix Bollaert Φεβρουάριο του 2007 για το UEFA που μετέτρεψε το διαφαινόμενο 1-1 σε 3-1 για τους Γάλλους, συζητιόταν για μέρες και τον στοχοποιούσε ακόμη περισσότερο.

Ο σοβαρός κύριος Βύντρα

Ποτέ δεν αντέδρασε, αντιθέτως πείσμωνε και δούλευε ακόμη περισσότερο για να πείσει και τον κόσμο που ήταν ο μοναδικός που δεν τον εμπιστευόταν. Στην Εθνική ο Ρεχάγκελ τον εμπιστευόταν, στον Παναθηναϊκό όλοι οι προπονητές εξήραν την παρουσία του στις προπονήσεις και στους αγώνες, στη διοίκηση δεν είχαν ακούσει ούτε ένα παράπονο, οι συμπαίκτες του ουδέποτε είχαν πρόβλημα μαζί του. Πρόβλημα είχε μόνο ο κόσμος, ένας κόσμος που ξεσπούσε πάνω του σε κάθε στραβό αποτέλεσμα, κάθε λάθος σέντρα, φάουλ, κακό κοντρόλ. Η προσωρινή ειρήνη στο καλό διάστημα του Μουνιόθ στον πάγκο του Παναθηναϊκού, πολύ γρήγορα έδωσε τη θέση της σε ακόμη δριμύτερες αποδοκιμασίες όταν ο Παναθηναϊκός του Πεσέιρο πια αντιμετώπισε για το UEFA την Ατλέτικο στο Vicente Calderón.

«Γιατί παίζει ο Βύντρα;»

Ο Παναθηναϊκός έχει προηγηθεί νωρίς με το Σαλπιγγίδη, ισοφαρίζεται από την παρέα του Αγκουέρο, αλλά εξακολουθεί να κρατά το παιχνίδι στα χέρια του. Ο Βύντρα δίχως καθαρό μυαλό, κάνει ένα παιδαριώδες χέρι στο 94ο λεπτό και ο Σιμάο Σαμπρόσα στέλνει τη μπάλα στο παραθυράκι του Μάλαρζ. 2-1, φταίει ο Βύντρα. Έκτοτε, ακόμη και ο Μόρρις να έκανε το λάθος, βαπτιζόταν «βυντριά», κάθε σέντρα που έβγαινε άουτ ήταν «βυντριά», κάθε αυτογκόλ συγκρινόταν με εκείνα του Βύντρα. Είχε γίνει «ο ρουφιάνος της οικογένειας στα αποδυτήρια», «σκλάβος του Τζίγκερ», κλικαδόρος. Η μανία και το μένος εναντίον του «τζιγκερικού» είχε ακουμπήσει ακόμη και την οικογένειά του, η σύζυγός του η Σούλα «ήταν κόρη/ανηψιά/εγγονή» του Αργύρη Μήτσου. Απίθανα πράγματα και απίθανες δικαιολογίες προκειμένου να απαντηθεί το ερώτημα «γιατί παίζει ο Βύντρα».

Ο σοβαρός κύριος Βύντρα

Τη λύση στο γρίφο έδωσε ο Χενκ Τεν Κάτε όταν ανέλαβε τον Παναθηναϊκό, μετά και το αποτυχημένο πέρασμα και του Ζοσέ Πεσέιρο στον πάγκο των πρασίνων. Ειδοποιός διαφορά βέβαια με τα προηγούμενα χρόνια, η εποχή της πολυμετοχικότητας, η ιστορική απόφαση του Γιάννη Βαρδινογιάννη να «ανοίξει» το μετοχικό σχήμα και να επιτρέψει την είσοδο των μέχρι πρότινος αντιφρονούντων και πανίσχυρης αντιπολίτευσης με επικεφαλής τον Ανδρέα Βγενόπουλο. Ο πανίσχυρος (ως «πολυμετοχική» επιλογή) Τεν Κάτε, δεν πολυκαταλάβαινε από greek και green reality. «Ο Βύντρα είναι ένας φανταστικός παίκτης, πρώτος στις προπονήσεις και τα δίνει όλα στους αγώνες. Παίζει δεξιά, παίζει αριστερά, παίζει στόπερ, σκοράρει. Ο κόσμος πρέπει να προστατεύει τους παίκτες και ειδικά εκείνους που τα δίνουν όλα, λάθη κάνουν μόνο όσοι δουλεύουν και δεν κρύβονται.»

Οτιδήποτε «βαρδινογιαννικό» όμως ήταν αυτομάτως και κατάπτυστο για τον κόσμο του Παναθηναϊκό. Ο Βύντρα και πάλι δεν μιλούσε. Είναι απορίας άξιο πως δεν μίλησε ποτέ και πως πάντοτε μάζευε μέσα του όλο το θυμό από τις δίκαιες και άδικες επιθέσεις. Όλα αυτά τα χρόνια, ο Παναθηναϊκός είχε αρνηθεί λογής προτάσεις για την παραχώρησή του, από εκείνο το ματς με το Ροναλντίνιο στο ΟΑΚΑ, είχαν χτυπήσει την πόρτα του μια ντουζίνα ομάδες από την Ιταλία και τη Γερμανία, αλλά το τίμημα που απαιτούσε η διοίκηση του Παναθηναϊκού ήταν πάντοτε υψηλότατο. Πιο κοντά απ’ όλους είχε φτάσει η Χέρτα η οποία είχε συμφωνήσει σε όλα μαζί του (800 χιλιάδες ευρώ το χρόνο, ενώ αμειβόταν με 175 χιλιάδες στον Παναθηναϊκό) με τη διοίκηση να αρνείται με την πρόφαση ότι οι προπονητές έθεταν βέτο μην έχοντας ποδοσφαιριστή με τα χαρακτηριστικά του για να τον αντικαταστήσει. Ο Τζιόλης αποχώρησε, ο Μάντζιος αποχώρησε, ο Γκούμας περιθωριοποιήθηκε και εν τέλει εξωθήθηκε στην έξοδο, όλοι οι «βαρδινογιαννικοί» σιγά σιγά εκπαραθυρώθηκαν. Ο Βύντρα όμως ήταν πάντοτε εκεί.

Ο σοβαρός κύριος Βύντρα

Τη χρονιά του δεύτερου νταμπλ έκανε ίσως την πιο ώριμη σεζόν του στον Παναθηναϊκό. Έπαιξε και πάλι και δεξιά και αριστερά, πολλές φορές και στόπερ, κέρδισε και το Νιόπλια που εν αρχή δεν τον χρησιμοποιούσε για να τα πάει καλά με την εξέδρα. Το χάρτινο οικοδόμημα της πολυμετοχικότητας όμως κατέρρευσε μαζί με την κατάρρευση της χώρας. Ο Βγενόπουλος και οι «δέκα Αμπράμοβιτς» εξαφανίστηκαν από τη χρηματοδότηση του Παναθηναϊκού, ο Νίκος Πατέρας παραιτήθηκε, ο Γιάννης Βαρδινογιάννης βρήκε την αφορμή να «πάρει το αίμα του πίσω» από εκείνους που κατηγορούσαν τη συνετή διαχείριση και «το πρωτάθλημα των ισολογισμών». Ο Παναθηναϊκός βρέθηκε σε μια δίνη χρεών για ένα νταμπλ που του κόστισε πάνω από 100 εκατομμύρια ευρώ.

Χλεύη από παντού

Αλόγιστες σπατάλες, ένα κλίμα επίπλαστης ευφορίας, μια αλλαγή νοοτροπίας που ξένισε πάρα πολύ κόσμο που τον Παναθηναϊκό τον είχε γνωρίσει διαφορετικό. Γεννήθηκαν στο σύλλογο συμπεριφορές που παρέπεμπαν σε άλλους συλλόγους, εταιρικά πέρασε από το ένα άκρο στο άλλο και μόλις το πράγμα στράβωσε για τα καλά, οι οργανωμένοι ξαναθυμήθηκαν το Βύντρα. Στην ουσία δεν τον είχαν ξεχάσει ποτέ, απλώς είχαν συνθηκολογήσει ίσως και λόγω του γεγονότος ότι ήταν ο σκόρερ του γκολ που ουσιαστικά έδωσε τη νίκη στον Παναθηναϊκό σε εκείνο το υπό καταρρακτώδη βροχή Αστέρας Τρίπολης – Παναθηναϊκός το Μάρτιο του 2010. Ωστόσο μιλάμε για την πιο σπάνια περίπτωση ποδοσφαιριστή που χλευάστηκε τόσο πολύ χωρίς να αξίζει.

Και η χλεύη δεν προερχόταν μόνο από τον κόσμο, αλλά και από δημοσιογράφους ή «δημοσιογράφους» που αρθρογραφούν θέλοντας να γίνονται αρεστοί στον κόσμο. Η αντιμετώπιση που είχε ο Βύντρα όλα αυτά τα χρόνια από ανθρώπους του χώρου, ήταν από απαράδεκτη έως ιλαρή. Ήταν που ήταν αντιδημοσιογραφικός, με τη στάση των ΜΜΕ στο πρόσωπό του, έγινε εντελώς απόμακρος και εχέμυθος. Πέραν των τυπικών, δεν είχε ποτέ σχέση με δημοσιογράφους και ρεπόρτερς, δεν σήκωσε ποτέ το τηλέφωνο να ζητήσει το παραμικρό. Άφηνε άπαντες να βγάζουν χολή, να απαιτούν από αυτόν πράγματα που δεν μπορούσε να κάνει, να τον καθυβρίζουν, ακόμη και να τον κατηγορούν σκαιότατα για συμμετοχή σε «περίεργα» αποτελέσματα, τάχα κατόπιν «εντολής του Τζίγκερ».

Ο σοβαρός κύριος Βύντρα

Όταν ο Παναθηναϊκός του ανανέωσε το συμβόλαιο με αποδοχές κοντά στις 450 χιλιάδες, κανείς δεν είχε φέρει αντίρρηση. Τότε βλέπετε οι πράσινοι διήγαγαν τη χρυσή εποχή της πολυμετοχικότητας και κανείς δεν ασχολείτο με λεφτά. Όταν όμως τον Απρίλιο του 2011 τον κάλεσε ο Γόντικας για να συζητούσουν την ανανέωση του συμβολαίου του, άνοιξαν οι ασκοί του Αιόλου. Από τον Παναθηναϊκό είχαν αποχωρήσει όλα τα «βαριά» συμβόλαια της πολυμετοχικότητας, Σισέ, Ζιλμπέρτο Σίλβα, Καραγκούνης, Κλέιτον, Κατσουράνης, όλοι είτε έτσι είτε αλλιώς έφυγαν για να εξοικονομήσει η ομάδα χρήματα. Ο Γόντικας προς έκπληξη όλων, πρότεινε στο Βύντρα ένα συμβόλαιο της τάξης των 750 χιλιάδων «καθαρά», ξεσηκώνοντας θύελλα.

Ο εκ των ενεργών μετόχων Αδαμάντιος Πολέμης στο επόμενο ΔΣ της εταιρίας ήταν σαφής: «Το ζήτημα είναι μόνο οικονομικό, διότι εκτιμώ και τον ποδοσφαιριστή και τον άνθρωπο Βύντρα. Προτείνω λοιπόν, το ζήτημα να εξεταστεί στο τέλος της σημερινής συνεδρίασης. Το συμβόλαιο ξεκινά από τις 715 και καταλήγει στις 930 χιλιάδες ευρώ καθαρά, αλλά το κόστος της ανανέωσης κυμαίνεται μεταξύ 1,3 με 1,7 εκατ. ευρώ μεικτά. Μέχρι την 01.09.2011 τα οικονομικά της ΠΑΕ θα είναι αρνητικά, το ταμείο χρειάζεται 10 εκατ. ευρώ. Εάν δεν πωληθεί κανένας παίκτης, χωρίς πώληση και αγορά, χωρίς έσοδα από το Champions League και χωρίς αύξηση Μετοχικού Κεφαλαίου, το έλλειμμα της ΠΑΕ θα είναι γύρω στα 30 εκατ. ευρώ μέχρι τον Ιούνιο του 2012. Πρώτα πρέπει να δεσμευτούμε πόσα χρήματα θα βάλουμε στον ΠΑΟ. Δεν μπορώ λοιπόν να εγκρίνω την ανανέωση».

Ο σοβαρός κύριος Βύντρα

Ο Βύντρα τελικά το υπέγραψε το συμβόλαιο, ήταν ένα από τα μεγαλύτερα λάθη της «μετα-πολυμετοχικής» διοίκησης του Παναθηναϊκού και χρεώθηκε εξ ολοκλήρου στο Δημήτρη Γόντικα, ο οποίος σύμφωνα με τους παροικούντες την Ιερουσαλήμ, έπραττε κατ’ εντολών Γιάννη Βαρδινογιάννη. Η Ελλάδα και κατά συνέπεια ο Παναθηναϊκός βυθίστηκαν ακόμη περισσότερο στη δίνη των χρεών, με αποτέλεσμα έναν χρόνο αργότερα η διοίκηση του Παναθηναϊκού να προσπαθεί με κάθε τρόπο να απαλλαγεί όχι τόσο από τον υπερπολύτιμο ποδοσφαιριστή, όσο από την υπέρογκη ετήσια επιβάρυνση του συμβολαίου του. Ο κόσμος ξεσπάθωνε στο γήπεδο με συνεχείς αποδοκιμασίες, αναρτημένα πανό, ένα δικαιολογημένο εν μέρει μένος, διότι τα ποσά δεδομένης της εποχής και της οικονομικής κατάστασης του συλλόγου, ήταν δυσθεώρητα. Είχε γίνει κατανοητό ότι αργά ή γρήγορα, ο Βύντρα θα αποχωρούσε από τον Παναθηναϊκό.

Στο παιχνίδι ο Ολυμπιακός

Το δύσκολο στην περίπτωση αυτή ήταν να βρεθεί ομάδα να καλύψει το συμβόλαιο του ποδοσφαιριστή, ο Παναθηναϊκός που άλλοτε αρνείτο ακόμη και 2,2 εκατ. ευρώ για την πώληση του Βύντρα, τον άφηνε ελεύθερο, αρκεί να εξοικονομούσε τα χρήματα του συμβολαίου του. Ομάδα να καλύπτει το συμβόλαιο του Βύντρα δεν βρέθηκε ποτέ και τον Ιανουάριο του 2013 ξεκίνησε μια απίστευτη φημολογία που στην αρχή εκλήφθηκε σαν αστείο, αλλά σιγά σιγά απέκτησε σάρκα και οστά. Ο Ολυμπιακός είχε πλησιάσει τον ποδοσφαιριστή με πολύ κομψό τρόπο, ο μέσω ενός δικηγόρου που του είχε καταστήσει σαφές ότι μπορεί να βοηθήσει πολύ τον Ολυμπιακό γιατί καλύπτει αγωνιστικά το κενό που άφησε ο Βασίλης Τοροσίδης που μεταγράφηκε στη Ρόμα.

Φυσιολογικά στα social media έγινε πάρτι, οι εφημερίδες τον έκαναν πρωτοσέλιδο, ορισμένοι προχώρησαν και σε επιτυχημένα είναι η αλήθεια photoshop με τη φανέλα του Ολυμπιακού. Η πρόταση των ερυθρόλευκων ήταν πάρα πολύ καλή, το ραντεβού με το Βαγγέλη Μαρινάκη είχε οριστεί και απέμεναν τα τυπικά. Ο κόσμος βέβαια των ερυθρόλευκων είτε το είχε εκλάβει ως χιούμορ του Βαγγέλη στον παραπαίοντα Παναθηναϊκό είτε ως κακό όνειρο. Δεν είναι λίγοι εκείνοι που υποστηρίζουν ότι ο κόσμος του Ολυμπιακού χάλασε εκείνη τη μεταγραφή, διότι δεν μπορούσε να ανεχτεί έναν εκδιωγμένο από το τριφύλι στο λιμάνι. Αργότερα τον πλησίασαν κι άλλες ομάδες, με πιο ζωηρό το ενδιαφέρον του ΠΑΟΚ, όπου και εκεί λόγω πολλών «πρώην» του Παναθηναϊκού, η υπόθεση δεν τελεσφόρησε ποτέ.

Η λύση για το Βύντρα βρέθηκε 30 Ιανουαρίου του 2013, όταν τον πλησιάσε η Levante από την Primera Division και του πρότεινε 650 χιλιάδες για 6 μήνες + 1 χρόνο. Προς τιμήν του αποδέχθηκε την πρόταση παρότι τα χρήματα ήταν πολύ λιγότερα από εκείνα που θα κέρδιζε στον Παναθηναϊκό, διευκόλυνε και το σύλλογο όσον αφορά τα χρωστούμενα (κάτι που άλλωστε έκαναν οι περισσότεροι μη μισθοφόροι ποδοσφαιριστές της ομάδας όπως ο Καραγκούνης, ο Κατσουράνης, ο Λέτο κ.ά.) και μετά από 9 ολόκληρα χρόνια, το κεφάλαιο Παναθηναϊκός έκλεισε, μάλλον οριστικά και διά παντός.

Ανακούφιση στην Ισπανία

Συμπλήρωσε 382 συμμετοχές σκοράροντας 15 φορές, φόρεσε το περιβραχιόνιο, έδωσε ό,τι είχε και στις δύσκολες και στις εύκολες στιγμές του Παναθηναϊκού. Η φυγή του για την Ισπανία πρόσφερε μόνο ανακούφιση και αυτό από μόνο του ήταν άδικο για την προσφορά του στο σύλλογο, αφού επρόκειτο για έναν πολύ σπάνιο και καλό χαρακτήρα, πολύ δυνατό αθλητή (πρώτος στα εργομετρικά κάθε καλοκαίρι) και καλό αμυντικό. Πέραν ενός διαξιφισμού με το Γιάννη Γκούμα επί Μουνιόθ στη Παιανία, δεν είχαν ξανακούσει τη φωνή του. Το επεισόδιο ήταν η εξαίρεση που επιβεβαίωνε τον κανόνα ενός ανθρώπου τόσο πράου σε βαθμό παρεξήγησης. Η αποχώρησή του έφερε και την καταξίωσή του, όσο κι αν κάτι τέτοιο φαίνεται περίεργο.

Ο σοβαρός κύριος Βύντρα

Στην Ισπανία και στο πολύ δύσκολο πρωτάθλημα της ιβηρικής, απέναντι σε παγκόσμιας κλάσης επιθετικούς, ο Βύντρα ξεκίνησε πολύ καλά (σκοράροντας μάλιστα και δις εναντίον της Μπάρτσα) και με το σπαθί του κέρδισε και νέο συμβόλαιο και ξανά νέο συμβόλαιο. Πάντοτε βασικός, πάντοτε ως στόπερ, σπάνια ως δεξιός μπακ.

Ο σοβαρός κύριος Βύντρα

Στους βαλενθιάνους αντιμετωπίστηκε με το δέοντα σεβασμό ενός αδιάλειπτα διεθνούς ποδοσφαιριστή που έχει αγωνιστεί σε Μουντιάλ, Euro, Confederations Cup, Ολυμπιακούς Αγώνες. Έκανε τη δουλειά του απρόσκοπτα, δίχως σκοτεινά σημεία, όπως ανέκαθεν φαντάζονταν όλοι όσοι δεν ήταν εμπαθείς μαζί του. Και λάθη έκανε και «γκέλες» έκανε και επιθετικοί τον ξεγέλασαν. Αυτή άλλωστε είναι η μοίρα του αμυντικού. Δεν τον χλεύασε όμως κανένας.

Ο σοβαρός κύριος Βύντρα

Το καλοκαίρι στα 34 πια, είχε συμπληρώσει 85 συμμετοχές στην Ισπανία και σε κλίμα έντονης συγκινησιακής φόρτισης, αποχώρησε από το Levante αναζητώντας ένα τελευταίο καλό συμβόλαιο. Το βρήκε - και μάλιστα διετές - στο Ισραήλ και την Hapoel Tel Aviv, στην οποία τον εκτιμούν και του συμπεριφέρονται σαν να είναι το αστέρι της ομάδας. Του έδωσαν το περιβραχιόνιο, τον έκαναν testimonial της καμπάνιας των εισιτηρίων διαρκείας, κεντρική φιγούρα στις διαφημίσεις των χορηγών. Ο Eli Guttman, προπονητής των εβραίων, τον συμβουλεύεται για το αγωνιστικό πλάνο, ποντάρει στην εμπειρία και τις παραστάσεις του. Δεν είναι και μικρό πράγμα για μια ομάδα του Ισραήλ να έχει στις τάξεις της έναν ποδοσφαιριστή με παραστάσεις από Μουντιάλ, Champions League, Primera Division.

Ο Λουκάς Βύντρα επιτέλους χαμογελάει. Έστω και στο τέλος της καριέρας του, έστω και στο πρωτάθλημα του Ισραήλ. Από το 1997 που ξεκίνησε, έχουν περάσει κοντά 20 χρόνια που είναι ενεργός στο ποδόσφαιρο, έχει αφήσει το στίγμα του και τον γνωρίζουν καλά ακόμη και οπαδοί άλλων ομάδων, αφού η ιστορία του είναι σίγουρα μια από τις πιο έντονες στο επαγγελματικό ποδόσφαιρο, γεμάτη συμπτώσεις, εντάσεις, παράλληλα γεγονότα, κακοτυχίες, στιγμές δόξας και ευτελισμού. Σήμερα όλα αυτά τα έχει αφήσει πίσω, πιθανόν τα θυμάται και γίνεται σοφότερος.

Το βέβαιο είναι πως καμαρώνει τον αγαπημένο του γιο Άγγελο και παραμένει ο συνετός και νουνεχής Λουκάς που πέρασε πολύ δύσκολα παιδικά χρόνια, αλλά μόχθησε, πάλεψε και τελικά τα κατάφερε. Μερικές φορές, αυτό αρκεί για ορισμένους ανθρώπους, γιατί περισσότερη σημασία έχει να είσαι αγωνιστής, παρά αποδεκτός στη ζωή σου. Ernest (αριστοκράτης και αψεγάδιαστος ουαϊλντικός κύριος Έρνεστ) δεν έγινε ποτέ, παρόλο που οι άλλοι του το ζητούσαν από την αρχή μέχρι το τέλος της καριέρας του στην Ελλάδα. Παρέμεινε όμως για πάντα o earnest (σοβαρός) Λουκάς Βύντρα.

News 24/7

24MEDIA NETWORK