Στη ματωμένη Κυριακή της Θύρας 7
Ο Γιάννης Φιλέρης γράφει για την χειρότερη Κυριακή που έζησε, πριν από 38 χρόνια στο Καραϊσκάκη και την ελάχιστη αλλαγή των υποδομών στην χώρα που ζούμε από τύχη.
Το δυστύχημα της Θύρας 7 σηματοδότησε τη δεκαετία του '80. Το ίδιο το ελληνικό ποδόσφαιρο και την κοινωνία σε μια μεταπολιτευτική Ελλάδα, που ξύπνησε αντικρίζοντας τα αιματοβαμμένα σκαλιά της μισόκλειστης εισόδου και συνειδητοποιώντας τις σαθρές υποδομές αλλά και την ανυποληψία των ανευθυνοϋπευθύνων.
Τριάντα οκτώ χρόνια μετά, ακόμη δεν έχουμε μάθει την πλήρη αλήθεια για τις συνθήκες του δυστυχήματος, που στοίχισε τη ζωή σε 21 ανθρώπους. Πήγαν στο παλιό Καραϊσκάκη να δουν το Ολυμπιακός-ΑΕΚ 6-0 και δεν γύρισαν ποτέ στο σπίτι τους.
Κάθε χρόνια, τέτοια μέρα, όσοι έχασαν τους δικούς τους ανθρώπους θα θρηνήσουν για μια ακόμη φορά. Λένε ότι ο χρόνος γιατρεύει τον πόνο. Δεν φέρνει όμως πίσω τους αδικοχαμένους κι αυτό πονάει, όσες δεκαετίες κι αν περάσουν.
Για όσους βρεθήκαμε εκείνο το μεσημέρι στο Καραϊσκάκη, η συγκεκριμένη Κυριακή έχει στοιχειώσει ένα μεγάλο κομμάτι της νιότης μας. Δεν είναι υπερβολή. Ο καθένας μας θα μπορούσε να είναι στη θέση των παιδιών που χάθηκαν για πάντα
Ήταν το γήπεδο μια άλλη ιστορία τότε. Και η Θύρα 7, αποτελούσε σχεδόν για όλους τον βασικό προορισμό να δουν ένα αγώνα του Ολυμπιακού, ζωντανά. Όχι γιατί ήταν η Θύρα των οργανωμένων, αλλά κυρίως λόγω του ότι εκεί υπήρχε πάντοτε το φτηνότερο εισιτήριο. Εκεί ηχούσε η τρομπέτα του Ατίλιο, αλλά και αγόρευαν οι ειδήμονες. Εκεί κι ο 'τσάκας-τσούκας' και τα φελιζόλ, που πετούσες στον αέρα, όταν σηκωνόσουν δυο-τρία λεπτά πριν από το τέλος.
Η λαχτάρα να προλάβεις, κάθε φορά πριν από την εξάντλησή τους τα εισιτήρια στην '7', η ανυπομονησία στην ουρά, η αγαλλίαση όταν έφτανες μπροστά από τον ταμία και έβλεπες το πακετάκι να έχει ακόμη αρκετά, ο ηλεκτρικός που σε κατέβαζε στο γήπεδο, ο φίλος σου που σε περίμενε, το γρήγορο διάβασμα της Κυριακής, οι βόλτες έξω από το γήπεδο (με κεντρικό θέαμα το διπλό των οργανωμένων στο υπόστεγο) όλα συμπεριλαμβάνονταν στη γοητεία της διασκέδασης 'γήπεδο'.
Δεν ήταν αυτός καθαυτός ο αγώνας, όσο η προσμονή του όλη την εβδομάδα και η ιεροτελεστία της Κυριακής. Τα γήπεδα, όπως βέβαια και το Καραϊσκάκη, δεν αποκλήθηκαν τυχαία ναοί. Για τους πιστούς της μπάλας, το γήπεδο είχε τον χαρακτήρα της κυριακάτικης λειτουργίας.
(Το πρωτοσέλιδο της Βραδυνής)
Κάθε Κυριακή στο γήπεδο, από νωρίς. Και πριν από τα ντέρμπι, η αγωνία του εισιτηρίου σε έστελνε κατευθείαν στην Ομόνοια για επίσκεψη στους μαυραγορίτες. Ακόμη κι αν δεν ήξερες που τριγυρνούσαν, σε έβρισκαν αυτοί, περνώντας από δίπλα σου: “Έχω Ολυμπιακός-Παναθηναϊκός, ένα χιλιαρικάκι...”
Αυτή η γοητεία του γηπέδου, η ζωή μας όλη τότε στα πρώτα χρόνια των 80's ανάμεσα σε σχολικά βιβλία, τετράδια, σκιάστηκε, χλώμιασε έγινε μια άλλη κατάσταση, μετά το δυστύχημα. Τίποτε δεν ήταν ίδιο, στη συνέχεια. Υπήρχε ένας βουβός πόνος, ή καλύτερα ένα ασυναίσθητο σφίξιμο στο στομάχι, κάθε φορά που ξαναπατούσαμε το πόδι μας στην εξέδρα.
Το ματωμένο μπουφάν στο ΦΩΣ
Με τον φίλο μου και συμμαθητή μου (νυν προπονητή μπάσκετ) Ηλία Φέρτη, εκείνη τη χρονιά, είχαμε πάρει σβάρνα όλους τους αγώνες του Ολυμπιακού στο λεκανοπέδιο. 16χρονα παιδιά, δεν αφήναμε παιχνίδι, για παιχνίδι. Μόλις είχε ξεκινήσει και η ενασχόλησή μου με τη δημοσιογραφία, με τις επισκέψεις μου (κάθε Κυριακή απόγευμα) στο ΦΩΣ των Σπορ. Πειραιώς, 9-11 για να ... παίρνω μια ιδέα, του τι γίνεται σε μια εφημερίδα. Αν τύχαινε να γράψω και κάνα παιχνιδάκι, από την επαρχία, ήμουν διπλά ευτυχής.
Το παιχνίδι Ολυμπιακού-ΑΕΚ, το είχαμε σημαδέψει. Αν και ξέραμε ότι εισιτήρια έξω από το γήπεδο δεν θα βρίσκαμε, άρα σχεδόν είχαμε αποκλείσει την Θύρα 7, φρόντισε ο καθένας να ... βάλει τα μέσα του. Ο Ηλίας βρήκε, αν δεν κάνω λάθος ακριβό εισιτήριο στην '10'. Εμένα με βοήθησε η οικογενειακή γνωριμία με τον Γιάννη Διακογιάννη, που έκανε το θαύμα του με μια πρόσκληση στη 'θύρα 2'.
Το 6-0 γιορτάστηκε δεόντως στο γήπεδο, που παραληρούσε από την αρχή. Στο τέταρτο γκολ του Βαμβακούλα, που πήρε την μπάλα λίγο έξω από την περιοχή του Σαργκάνη και κατέληξε με μια ξέφρενη κούρσα σε αυτήν του Οικονομόπουλου, στέλνοντας την μπάλα (κάτω από τα πόδια του τερματοφύλακα της ΑΕΚ) στα δίχτυα, σηκώθηκαν όλοι στο πόδι!
Ο Μάικ Γαλάκος ολοκλήρωσε τον θρίαμβο με το έκτο γκολ. Ο ίδιος είχε κάνει το 1-0 στο πρώτο ημίχρονο, έβαλε και τρίτο, ενώ του ακυρώθηκε ένα ακόμη σαν οφ-σάιντ. Εκτός του αρτίστα Μάικ και του Βαμβακούλα, είχαν σκοράρει ακόμη ο Κουσουλάκης και ο Κώστας Ορφανός.
Αποθέωση. Τον Ηλία τον συνάντησα έξω από το γήπεδο. Περιχαρείς, τραβήξαμε για τον ηλεκτρικό, ανυποψίαστοι. Νομίζω ότι κανείς δεν είχε καταλάβει τι συνέβη, πλην εκείνων που βρίσκονταν στη Θ7.
(Το πρώτο παιχνίδι μετά την τραγωδία στο Καραϊσκάκη, ήταν εναντίον της Παναχαϊκής. Δεν ακουγόταν το παραμικρό, πριν οι ποδοσφαιριστές πάνε και πετάξουν λουλούδια στον κόσμο. Στη φωτο διακρίνονται Ορφανός, Νικολούδης, Σαργκάνης και Περσίας)
Κατεβήκαμε στην Ομόνοια, ο φίλος μου πήρε τον δρόμο της επιστροφής προς το Παγκράτι κι εγώ βρέθηκα στο 'ΦΩΣ', όπου ήδη είχε ξεκινήσει ο κυριακάτικος πυρετός. Ακόμη κι εκεί, σε ένα μέσο μαζικής ενημέρωσης, για να καταλάβετε τη διαφορετικότητα της εποχής (ένα τέτοιο συμβάν στις μέρες μας θα είχε μεταδοθεί σαν αστραπή σε όλα τα μήκη και τα πλάτη της γης) η πρώτη ιδέα για την τραγωδία δόθηκε με αναπάντεχο τρόπο. Όταν δυο φίλοι του Ολυμπιακού, ανέβηκαν τα σκαλιά της εφημερίδας κρατώντας ένα ματωμένο μπουφάν. Άρχισαν να διηγούνται τι είχαν δει τα μάτια τους.
Πήγα σιγά-σιγά να ακούσω. Μίλαγαν για πολλούς τραυματίες, ίσως και νεκρούς. Δεν ήξεραν. Η πόρτα ήταν μισόκλειστη, έλεγαν. Ο κόσμος από τον ενθουσιασμό του 6-0, έτρεχε προς την έξοδο, ο θρίαμβος μιας ποδοσφαιρικής νίκης, στριμώχτηκε στο αδιέξοδο, συνθλίφτηκε. Οι αναπνοές κόπηκαν. Τα πρόσωπα μελάνιασαν. Στην εφημερίδα άρχισαν να έρχονται οι πληροφορίες των ρεπόρτερ: “Υπάρχουν νεκροί. Στο Τζάνειο γίνεται χαμός...”
Οι γειτονιές του Πειραιά ακούνε μανιασμένους ήχους των ασθενοφόρων. Στο πέρασμα της ώρας, οι φίλοι που δεν βρέθηκαν θα αρχίσουν να αναζητούν ο ένας τον άλλον. “Γύρισες ρε; Όλα καλά;”
Μουδιασμένος ακόμη θα πάρω τηλέφωνο στο σπίτι ώστε να μην ανησυχήσουν ακούγοντας τις ειδήσεις. Ήδη είχε πάρει μια θεία από την Ελβετία, όπου τα νέα έφτασαν πρώτα.
Όλα τα ίδια μένουνε
Τίποτε δεν ήταν ίδιο, πλέον. Άλλαξε ολότελα η σχέση με το γήπεδο, οι συχνές επισκέψεις αραίωσαν. Το δυστύχημα της Θ7, μπορεί να έριξε τα περίφημα τουρνικέ, να έκανε τους φιλάθλους πιο προσεχτικούς, δεν μελετήθηκε όπως θα' πρεπε ωστόσο. Όχι μόνο για να αποδοθεί πραγματική δικαιοσύνη για τα αίτια της τραγωδίας που έστειλε στον Άδη 21 ψυχές, αλλά και για να αλλάξει ο τρόπος με τον οποίο ... πάμε στα γήπεδα.
Δεν μάθαμε ποτέ τι ακριβώς έγινε, ποιος είχε την ευθύνη και ποιος ήταν αρμόδιος για την ομαλή έξοδο του κόσμου από ένα γήπεδο, στο οποίο ήταν 40.000 νοματαίοι;
“Και τι περίμενες να γίνει;” θα ρωτήσει κανείς. Σωστά. Αν σκεφτώ τις εγκαταστάσεις του σχολείου μου (το 17ο Παγκρατίου στην οδό Κρησίλα)την ίδια εποχή, θα καταλάβω ότι είτε στο γήπεδο, όπου οι στοιχειώδεις κανόνες ασφαλείας είχαν καταστρατηγηθεί, είτε στο σχολείο που κάναμε μάθημα δέσμης σε ημιυπόγειο, μάλλον ίσχυε το ίδιο.
Ζούσαμε και ζούμε στη χώρα του τυχαίου. Και δυστυχώς 38 χρόνια μετά, ελάχιστα πράγματα έχουν αλλάξει. Πνιγόμαστε στις πλημμύρες, καιγόμαστε στις πυρκαγιές. Και κάθε φορά το μαχαίρι μπαίνει στο κόκκαλο. Το δικό μας...