ΣΤΗΛΕΣ

Τα διασυλλογικά βήματα της επιτυχίας

Η πρώτη ποδοσφαιρική καταγραφή του ονόματός του γίνεται σε ηλικία 8 ετών και αφορά την Μπανιόλι, την πρώτη του ομάδα. Το ταλέντο του περίσσιο (ως μέσος κυρίως), με αποτέλεσμα στα 11 του να μεταπηδήσει με επιτυχία στα "μικρά" τμήματα της Ναπολι

default image

Η πρώτη ποδοσφαιρική καταγραφή του ονόματός του γίνεται σε ηλικία 8 ετών και αφορά την
Μπανιόλι, την πρώτη του ομάδα. Το ταλέντο του περίσσιο (ως μέσος κυρίως), με αποτέλεσμα στα 11 του να μεταπηδήσει με επιτυχία στα “μικρά” τμήματα της
Ναπολι. Το
1987 έρχεται η πρώτη επιτυχία, αφού η Νάπολι κατακτά το
Campionato Allievi, το πρωτάθλημα στις ηλικίες μέχρι 15 ετών. Η συγκεκριμένη χρονιά βρήκε τους “παρτενοπέι” να έχουν την “πρωτοκαθεδρία” στην Ιταλία, αφού κατέκτησαν το νταμπλ χάρη στο “άστρο” του
Ντιέγκο Αρμάντο Μαραντόνα.

Ο Αργεντινός οδήγησε την Νάπολι στις κορυφαίες στιγμές της ιστορίες της και παράλληλα ενέπνευσε τον νεαρό Καναβάρο. Σε μία συνάντησή τους, μάλιστα, στην προπόνηση της πρώτης ομάδας της Νάπολιλίγα χρόνια αργότερα, ο Καναβάρο είχε την… τιμή να μαρκάρει τον Μαραντόνα σε ένα προπονητικό “διπλό”. Θέλοντας να αποδείξει την αξία του, ο Καναβάρο κατέφυγε ακόμα και στα τάκλιν που του είχε διδάξει ένα άλλο ίνδαλμά του, ο Τσίρο Φεράρα. Ενας από τους γυμναστές της Νάπολι του έκανε παρατήρηση (ποιος ήθελε να τραυματιστεί ο Μαραντόνα σε μία προπόνηση από έναν πιτσιρικά;), ωστόσο ο ίδιος ο “πίμπε ντ’ όρο” απάντησε: “Τα πας μια χαρά. Συνέχισε”.

Αυτά τα λόγια χαράχθηκαν ανεξίτηλα στο μυαλό του Καναβάρο και από τότε έκανε τα λόγια του Μαραντόνα πραγματικότητα. Βήμα-βήμα, έφτασε μέχρι την κορυφή, την οποία οριοθέτησε για πρώτη φορά το 1990, στο Παγκόσμιο Κύπελλο που διοργάνωνε η Ιταλία. Στον ημιτελικό, η “σκουάντρα ατζούρα” αντιμετώπιζε την Αργεντινή του Μαραντόνα στο “Σαν Πάολο” της Νάπολης. Τα παιδικά τμήματα των “παρτενοπέι” τροφοδότησαν τους διοργανωτές με παιδιά που έπιαναν τις μπάλες και μέσα σε αυτούς και ο Φάμπιο Καναβάρο, στην πρώτη του… συμμετοχή σε Μουντιάλ. Η Αργεντινή κέρδισε στα πέναλτι και αρκετοί από τους φίλους στις εξέδρες του γηπέδου χειροκρότησαν έναν ποδοσφαιριστή “δικό τους”, τον Μαραντόνα,και όχι τους συμπατριώτες τους του “πλούσιου Βορρά” που καταπίεζε τον Νότο.

Ο Καναβάρο είναι άγνωστο τι έκανε σε εκείνο το παιχνίδι, είναι γνωστό, όμως, τι έκανε στα πρώτα βήματα της επαγγελματικής του καριέρας. Στις 7 Μαρτίου του 1993 κάνει το ντεμπούτο του με την Νάπολι ως προσωπικός “φρουρός” του Ντέιβιντ Πλατ, σε ένα παιχνίδι κόντρα στον πιο πετυχημένο σύλλογο της χώρας και μετέπειτα ομάδα του, Γιουβέντους. Η εποχή του Μαραντόνα είχε ολοκληρωθεί και η ομάδα του πλέον στηριζόταν στο ταλέντο των νεαρών ποδοσφαιριστών της. Τα αποτελέσματα δεν θυμίζουν σε τίποτα το πρόσφατο παρελθόν, η Νάπολι παλεύει για να σωθεί από τον υποβιβασμό, αλλά και από τα χρέη.

Ως εκ τούτου, η πώληση του κοντού μεν (1,75μ.), αλλά εξαιρετικά αλτικού και ταχύτατου κεντρικού αμυντικού (θέση που προτίμησε στα 15 του), ήταν μέσα στις ενδεδειγμένες λύσεις. Ο Καναβάρο πήρε μεταγραφή για την Πάρμα το 1995, την ανερχόμενη δύναμη της εποχής, και σχημάτισε μία αξιοζήλευτη άμυνα με συμπαραστάτες τους Λιλιάν Τουράμ στα δεξιά και Τζιανλουίτζι Μπουφόν στο τέρμα. Με παίκτες όπως οι Χουάν Σεμπάστιαν Βερόν, Ενρίκο Κιέζα, Ερνάν Κρέσπο, Ντίνο Μπάτζιο Φαουστίνο Ασπρίγια, Στέφανο Φιόρε, Νέστορ Σενσίνι και Αλέν Μπογκοσιάν μεταξύ άλλων, η Πάρμα έφτασε σε μία σειρά επιτυχιών.

Το 1997 τερμάτισε στην καλύτερη θέση της ιστορίας της, δεύτερη πίσω από την Γιουβέντους καιτο 1999 κατέκτησε το κύπελλο Ιταλίας, το κύπελλο ΟΥΕΦΑ και το Σούπερ Καπ Ιταλίας. Το 2002, ο Καναβάρο, ως αρχηγός των “τζιαλομπλού” ύστερα από την αποχώρηση του Τουράμ (και του Μπουφόν) για την Γιουβέντους, πανηγύρισε το κύπελλο Ιταλίας, το τρίτο στην ιστορία της Πάρμα και δεύτερο στην… εποχή Καναβάρο.

Το ίδιο καλοκαίρι τον πλησιάζουν (και πάλι) οι “μεγάλοι” της Ιταλίας, αλλά αυτήν τη φορά, τόσο η Πάρμα, όσο και ο ίδιος υποκύπτει. Επόμενος σταθμός στην καριέρα του μετά από επτά χρόνια στο “Ενιο Ταρντίνι”, η Ιντερ. Η ομάδα του Μιλάνου κατέβαλλε το ποσό των 32 εκατομμυρίων ευρώ για να αποκτήσει τις υπηρεσίες του διεθνή κεντρικού αμυντικού, ο οποίος είχε ανέλθει γοργά τα σκαλιά της επιτυχίας σε μία θέση κατ’ εξοχήν απαιτητική, όταν αναφερόμαστε στην Ιταλία.

Από τους “νερατζούρι” είχε αποχωρήσει ο Ρονάλντο και έτσι το μεγάλο αστέρι ήταν ο Κριστιάν Βιέρι. Μαζί με τον διεθνή Ιταλό επιθετικό και τον Χαβιέρ Ζανέτι ανέλαβαν ηγετικά καθήκοντα, ωστόσο η… κατάρα της ομάδας του Μιλάνου δεν “ξορκίστηκε” ούτε με την έλευσή του. Το όνομα του Καναβάρο δεν συνδέθηκε με την κατάκτηση του πρώτου εγχώριου τίτλου της Ιντερ μετά το 1989, ωστόσο οι εμφανίσεις του ήταν για ακόμα μία φορά ανώτερες του μέσου όρου της ομάδαςπου αγωνιζόταν.

Ο Φάμπιο Καπέλο, ο νέος τεχνικός της Γιουβέντους το 2004, το αναγνώρισε αυτό και τον πήρε κοντά του στη “γηραιά κυρία” προς το τέλος της θερινής μεταγραφικής περιόδου. Εκεί, έστω και σε ηλικία 31 ετών, ο Καναβάρο βρήκε, εκτός από φίλο του Τσίρο Φεράρα, την ποδοσφαιρική του “Ιθάκη”, ή έτσι πίστεψε. Η Γιουβέντους κατέκτησε το πρωτάθλημα του 2005, με τον Καναβάρο να αγωνίζεται και στα 38 παιχνίδια και λόγω της απόδοσής του να κατακτά το Oscar del Calcio, θεσμοθετημένο τίτλο από τον σύνδεσμο ποδοσφαιριστών της Ιταλίας, για τον κορυφαίο ποδοσφαιριστή της χρονιάς.

Το 2006, οι “μπιανκονέρι” βρίσκονται και πάλι στην κορυφή της Ιταλίας, με τον ίδιο να έχει και πάλι πρωταγωνιστικό ρόλο σε αυτήν την πορεία. Το τέλος της σεζόν, όμως, δεν ήταν το αναμενόμενα πανηγυρικό. Το σκάνδαλο “Calciopoli” ξεσπά και οι ετυμηγορία είναι αρκετά σκληρή. Η Γιουβέντους χάνει τους δύο προηγούμενους τίτλους του πρωταθλητή και υποβιβάζεται στην Serie B για πρώτη φορά στην ιστορία της. “Εάν και γνωρίζω ότι δύσκολα θα το πιστέψει κανείς, θα έμενα στην Γιουβέντους εάν παρέμενε στην Serie A, ακόμα και με μείον τριάντα βαθμούς”, δηλώνει ο Καναβάρο, ο οποίος, όμως, με τις εκπληκτικές εμφανίσεις του στο Μουντιάλ της Γερμανίας, δεν δυσκολεύεται να βρει ομάδα.

Ρεάλ Μαδρίτης και Μπαρτσελόνα εκφράζουν το σοβαρότερο ενδιαφέρον, με τους “μερέγκες” να κερδίζουν σε αυτήν τη μάχη, αποκτώντας παράλληλα από την Γιουβέντους τον Βραζιλιάνο Εμερσον, με κοινό κόστος 20 εκατομμύρια ευρώ. Στον ισπανικό σύλλογο είχε βρει θέση στον πάγκο ήδη ο Φάμπιο Καπέλο, ο οποίος φυσικά εισηγήθηκε την απόκτηση του αρχηγού της Γιουβέντους και της εθνικής Ιταλίας, ώστε να βρεθεί (επιτέλους) ο διάδοχος του Φερνάντο Ιέρο στο κέντρο της άμυνας της ομάδας.

Στις 25 Ιουλίου έγινε η παρουσίασή του με τη φανέλα με το νούμερο 5, που μόλις πριν μερικές εβδομάδες είχε αφήσει λόγω της αποχώρησής του από το ποδόσφαιρο ο μεγάλος του αντίπαλος στα γήπεδα της Γερμανίας, Ζινεντίν Ζιντάν. Φανέλα που φορούσε ακόμα ένας μεγάλος αρχηγός της ομάδας στη δεκαετία του ’90, ο Μανουέλ Σαντσίς. Φανέλα που τώρα ανήκει σε έναν αποδεδειγμένα πραγματικό capitano, ο οποίος στα 33 του χρόνια πήγε σε μία ομάδα “όπου όλοι οι ποδοσφαιριστές θέλουν να αγωνιστούν κάποια στιγμή”, όπως δηλώνει, προσθέτοντας ότι “ήταν η τελευταία μου ευκαιρία”.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΑ