Τέλειος. Σχεδόν Borg

Σαν σήμερα γεννιέται ο Bjorn Borg, ο Σουηδός επαναστάτης του τένις που έγραψε τη δική του ιστορία για τον τρόπο που αντιμετώπισε το σπορ. PhotoStop του Zastro στη ζωή και τα έργα ενός αθλητή που δεν κατάλαβε ποτέ πόσο κορυφαίος ήταν.

Τέλειος. Σχεδόν Borg

"Στ’ αλήθεια τέλειο. Σχεδόν Borg". Μ’ αυτή την ατάκα σχολίασε η παλιά δόξα του τένις Ilie Nastase την πολλοστή «μαγεία» του Djokovic στο πρόσφατο Open της ΑΤΡ. Έχουν περάσει 35 χρόνια από τότε που ουσιαστικά αποχώρησε από τον κόσμο του τένις ο Σουηδός επαναστάτης. Ήταν 13 Σεπτεμβρίου του 1981 στο αφιλόξενο για τον Bjorn court του Flushing Meadows στη Νέα Υόρκη, όταν ο Borg αντιμετώπιζε το μεγάλο αντίπαλο John McEnroe.

Ο Σουηδός τότε ήταν το #1 στο παγκόσμιο ranking, στις μάχες με τον ιδιόρρυθμο Αμερικανό προηγείτο με 7-6. Το US Open ήταν πάντοτε η νέμεσίς του, δεν το είχε κατακτήσει ποτέ (όπως και το αυστραλιανό, αλλά αυτό δεν τον έκαιγε τόσο) κι ας είχε φτάσει τρεις φορές στον τελικό. Η πρώτη φορά ήταν το 1976 στο Forest Hills, όταν λύγισε στον Jimmy Connors στο τέταρτο set, μετά από ένα συγκλονιστικό 11-9 στο tie break.

ΕΠΑΙΞΕ ΜΕ ΚΑΤΑΓΜΑ ΣΤΟΝ ΑΝΤΙΧΕΙΡΑ

To 1978 το Open μεταφέρθηκε στο Flushing Meadows Park, το χορτάρι αντικαταστάθηκε από τσιμέντο και ο Σουηδός ήταν στο peak της δημοφιλίας και της καριέρας του έχοντας σαρώσει και στο Roland Garros και στο Wimbledon. Είναι δύσκολο να περιγράψει κανείς την απόλυτη ανωτερότητα του Borg τότε ή να τον συγκρίνει με τον σημερινό υπεραθλητή Novak Djokovic. Ο Bjorn εκείνη την άνοιξη του ’78 είχε κερδίσει όλα τα παιχνίδια του χωρίς να αφήσει αντίπαλο να πάρει πάνω από τρία set. Στο Παρίσι σε σύνολο 21 set είχε χάσει μόλις δύο, στο Λονδίνο τα πήγε χειρότερα, έχασε...τρία. Στον τελικό και πάλι τον περίμενε ο Jimmy Connors, μόνο που πριν το παιχνίδι ο Σουηδός παθαίνει κάταγμα στον αντίχειρα. Και πάλι χάνει παρόλο που ο τραυματισμός γίνεται γνωστός μόνον εκ των υστέρων.

Περνούν ακόμη δυο χρόνια, ο Borg φτάνει στη Νέα Υόρκη και πάλι σαν φαβορί, παρά το γεγονός ότι η χρονιά του δεν είναι το ίδιο διαστημική με το ’78. Έχει και πάλι κυριαρχήσει στο Παρίσι και στο Wimbledon, όπου νίκησε το «κακό παιδί» McEnroe. Ακριβώς αυτός είναι ο αντίπαλος και στο Flyshing Meadows, ένας McEnroe που έχει πετάξει εκτός τουρνουά και τον Ivan Lendl στα προημιτελικά και το Jimmy Connors στον ημιτελικό.

The making of McEnroe

Ο τελικός του 1980 είναι ο μεγαλύτερος τελικός στην μέχρι τότε ιστορία του τένις. Είχαν γίνει 130 τελικοί μέχρι τότε στο US Open, κανένας όπως η μάχη του 1980. Ο Αμερικανός επικρατεί με 6-4 στο πέμπτο set, είναι ο τελικός της καριέρας του, "The making of McEnroe" όπως έμεινε στην ιστορία. Ο Borg δήλωσε ότι ο αντίπαλος το άξιζε γιατί το ήθελε περισσότερο. Και ανανέωσε το ραντεβού για την επόμενη σεζόν.

Πράγματι, έτσι έγινε. Έναν χρόνο αργότερα, Borg και ΜcEnroe δίνουν τα χέρια στο φιλέ και ξεκινά ο τελικός του US Open. Όλος ο κόσμος περιμένει μια συγκλονιστική μάχη, αν όχι ανώτερη, ανάλογη της περασμένης σεζόν. Ο Borg κερδίζει το πρώτο set με 6-4, κατόπιν όμως δεν επανεμφανίζεται στα courts. Χάνει «σβηστά» με 1-3, κερδίζει μόλις 9 games όλα κι όλα. Προς έκπληξη όλων δεν μένει καν στο τεραίν μετά την καθιερωμένη χειραψία με τον McEnroe στο φιλέ, κάνει ένα νεύμα με τη ρακέτα στο διαιτητή και αποχωρεί για τα αποδυτήρια. Απόρησε ακόμη και ο «τρελός» McEnroe, ο Borg δεν μπήκε καν στα αποδυτήρια, πήρε απλώς τα κλειδιά από το αυτοκίνητο και έφυγε με τα στολή απ’ ευθείας από το γήπεδο, προσπαθώντας να αποφύγει fans και Τύπο. Όπως θα γράψει στη βιογραφία του “Serious” o McEnroe, από τη χειραψία στο φιλέ, φάνηκε ότι ο Borg ήταν σεληνιασμένος.

Τέλειος. Σχεδόν Borg

Ο Borg εξαφανίστηκε από το παγκόσμιο τένις μετά από εκείνη τη χειραψία, ήταν μόλις 25 ετών. Αντιθέτως ο McEnroe εκτοξεύθηκε στο #1 της παγκόσμιας κατάταξης, μέχρι να φτάσει στο peak της καριέρας του το 1984. Εκείνη η νίκη του στο Flyshing Meadows ήταν και το ιστορικό «7-7» στις μεταξύ τους μονομαχίες. Ο Borg αποχώρησε – ομολόγησε αργότερα – επειδή πλέον «δεν είχε πλάκα, δεν το ευχαριστιόταν». Κατ’ άλλους δεν άντεχε την πίεση, τους σπόνσορες, τη στροφή που είχε πάρει το τένις και απασχολούσε ολοένα και μεγαλύτερο κοινό, όχι μόνο τους «άριστους». Επισήμως για την παγκόσμια Ομοσπονδία, «έκανε ένα διάλειμμα», αφού έτρεχαν δεκάδες συμβάσεις και οι ρήτρες εάν και εφόσον ενεργοποιούνταν, ήταν ικανές να τον οδηγήσουν ακόμη και στην πτώχευση.

Το 1982 εμφανίστηκε μόνο στο Monte Carlo, απέκλεισε τον Ισπανό Fernando Luna σε δύο set, τον Adriano Panatta σε τρία set. Κόντρα στο Yannick Noah όμως, δεν πήρε ανάσα. Αποκλείστηκε στον τρίτο γύρο και έμοιαζε ευτυχισμένος. Στη διάρκεια του έτους είχε παρουσιαστεί σε κάποια τουρνουά πιο πολύ επιδεικτικού χαρακτήρα, είχε κερδίσει μάλιστα και τον Lendl, τον McEnroe, τον Connors, έμοιαζε να το διασκεδάζει, σχεδόν όσο στην προ-Open εποχή. Η ITF το εκλάμβανε ως κοροϊδία, θεωρούσε ότι ο Σουηδός εμπαίζει τους κανονισμούς, ότι ακολουθεί το δικό του ξεροκέφαλο μονοπάτι και γι’ αυτό θέσπισε ένα minimum αριθμό αγώνων και τουρνουά προκειμένου να έχει το δικαίωμα κανείς να συμμετάσχει στα μεγάλα τουρνουά και το Grand Slam. Ο Σουηδός έγραψε στα παλιά του τα παπούτσια και τους νομικούς που ζάλιζαν το κεφάλι του και ασφαλώς την ITF που έψαχνε τρόπους να τον «συνετίσει».

ΨΙΘΥΡΙΣΕ ΟΤΙ ΘΑ ΑΣΤΟΧΗΣΕΙ ΕΠΙΤΗΔΕΣ

Έκανε ακριβώς το ίδιο πράγμα το 1983, επανεμφανίστηκε εν μέσω αποθέωσης στο Monte Carlo και έχασε στον πρώτο γύρο από τον Henri Leconte, μετά από ένα συγκλονιστικό 4-6, 7-5 και 7-6. Το ball boy ορκίζεται ότι στο τελευταίο ρεβέρ (χαρακτηριστική του κίνηση) ψιθύρισε ότι θα αστοχήσει επίτηδες. Αστόχησε. Για κάτι λιγότερο από πέντε εκατοστά. Χαμογέλασε και δεν ξανακοίταξε πίσω. Ήταν σαν να φωνάζει “stop” σε όλο τον κόσμο, σόκαρε όλο τον «καθωσπρέπει» οργανισμό του τένις, μέχρι και ο McEnroe επιστρατεύτηκε για να τον κάνει να αλλάξει γνώμη και να επιστρέψει στα courts, ο Bjorn όμως ήταν αμετάπειστος. Δεν σόκαρε κανέναν η απόφασή του, τα υψηλά κλιμάκια επί μια διετία έψαχναν τρόπο να απαλλαγούν από την παρουσία του που «διακωμωδούσε» την ευγένεια του αθλήματος.

Προφανώς οι «ειδικοί» ξεχνούσαν ότι ο Borg ήταν και είναι ένας από τους καλύτερους όλων των εποχών, ο αθλητής που έφερε επανάσταση στο παγκόσμιο τένις, που εισήγαγε την έννοια του top spin σαν να μην υπήρχε ποτέ πριν απ’ αυτόν. Ο Borg από εξαίρεση το έκανε κανόνα, έκανε θεαματικό ένα άθλημα «γραμμών», μία βαρετή ανταλλαγή ευθείων και διαγώνιων χτυπημάτων που ικανοποιούσαν μόνο το Λόρδο του Colchester στην κερκίδα και τη συνοδό του με το εκκεντρικό καπέλο.

Το drive του ήταν περίπου αυτό που θαυμάζουμε σήμερα στο Roger Federer, το ρεβέρ ήταν εκείνο που έκανε χιλιάδες παιδάκια να πιάσουν μια ρακέτα και να ψάχνουν τρόπο να παίξουν τένις. Στο ταλέντο προσθέστε και μια παροιμιώδη αυτοσυγκέντρωση και μια εκπληκτική φυσική κατάσταση και έχετε την εικόνα ενός αθλητή που έφερε την επανάσταση σε ένα στάσιμο άθλημα στα τέλη της δεκαετίας του ’70.

Τέλειος. Σχεδόν Borg

Εικάζεται ότι οι παλμοί του όταν έπαιζε ήταν πολύ κάτω από το μέσο όρο των υπολοίπων συναθλητών, δεν αισθανόταν καθόλου πίεση, ακολουθούσε το δικό του παιχνίδι, τη δική του θεωρία που επικεντρωνόταν στο βάθος του court και καθόλου στα ανεβάσματα στο φιλέ ή στις διαγώνιους. Κάποια στιγμή, τον είχαν βάλει να συναγωνιστεί το Γερμανό τετρακοσάρη πρωταθλητή του στίβου Harald Schmid «στο μίλι». Για να του αποδείξουν ότι δεν είναι τόσο αθλητικός όσο νόμιζε ότι είναι. Ο Borg κέρδισε με χαρακτηριστική άνεση. Στη γραμμή του τερματισμού, αφού αγκάλιασε το Schmid, γύρισε και έκλεισε το μάτι στους Γερμανούς δημοσιογράφους: “Alles klar?” – «όλα ξεκάθαρα;».

Αυτός ήταν ο Borg, o πρώτος που «δίδαξε» το ρεβέρ με δύο χέρια (που το έκανε και ο Connors αλλά εντελώς άψυχα), τότε ανήκουστο και παράδοξο, σήμερα όποιος πιάσει με το ένα τη ρακέτα, είναι από hipster μέχρι νοσταλγός του παρελθόντος. Τόσο μπροστά ήταν ο Bjorn.

Το ζήτημα με τον Borg είναι πως ουδέποτε διαφήμισε το στυλ του ή θέλησε να το υιοθετήσει ο υπόλοιπος κόσμος του τένις. Απλώς έπαιζε κατ’ αυτόν τον τρόπο. Ούτε επανάσταση ήθελε να επιφέρει ούτε επεδίωξε να τον μετονομάσουν αργότερα σε «προφήτη» του σπορ. Δεν είπε ποτέ να παίρνουν όλοι βάθος και να παίζουν πίσω από τις γραμμές, δεν είχε καμία απαίτηση να βρίσκονται οι υπόλοιποι στο δικό του επίπεδο φυσικής κατάστασης. Πρώτος απ’ όλους το παραδέχτηκε ο μεγάλος Ivan Lendl, ίσως ο πιο αθλητικός τενίστας εκείνης της εποχής, βασιλιάς της προετοιμασίας και πιο «στεγνός» και από bodybuilder πριν τους αγώνες του Mister Olympia. Οι δυο τους ήταν οι πρόδρομοι του τένις των τεσσάρων ωρών, του τένις των maximum δέκα βολέ σε ένα μεγάλο παιχνίδι Grand Slam.

ΤΟΝ ΕΒΛΕΠΕ ΣΤΟΝ ΥΠΝΟ ΤΟΥ!

Ένας από τους μεγάλους αντιπάλους του Borg εκείνης της εποχής, ο Vitais Gerulaitis, θα πει πρόσφατα: «Πάντοτε πριν τον αντιμετωπίσω είχα καταστρώσει μαζί με το επιτελείο και τους προπονητές μου, τουλάχιστον τριάντα διαφορετικούς τρόπους αντιμετώπισής του. Τους ακύρωνε και τους τριάντα πριν τελειώσει το δεύτερο set». Ο δύσμοιρος Gerulaitis είχε χάσει 16 συνεχόμενες φορές, τον έβλεπε στον ύπνο του και ξυπνούσε ιδρωμένος. Όχι ότι άλλοι, ακόμη πιο διάσημοι από τον Αμερικανό με τις λιθουανικές ρίζες ήταν πιο τυχεροί. Ο μεγάλος Jimmy Connors είχε χάσει 9 συνεχόμενες φορές, κάθε φορά εμφανιζόταν καλύτερος, πιο προετοιμασμένος, πιο έτοιμος και έχανε διότι ο Borg έκρυβε συνεχώς καινούριους λαγούς κάτω από το καπέλο.

Ο Borg κέρδισε έξι φορές το Roland Garros, πέντε το Wimbledon, τρεις σεζόν και τα δύο μαζί, το 1978-79 και το 1979-80. Ήταν ικανός να περνά με χαρακτηριστική ευκολία από το κόκκινο παρισινό χώμα στο serve and volley (στην πρώτη μπαλιά) του Wimbledon, σε ένα δίμηνο. Για πλάκα. Ντεμπουτάρισε στο Davis στα 15 του, ολοκλήρωσε με 63 τίτλους, εκ των οποίων δύο Masters (το ‘79 και το ‘80), ανέβηκε στο #1 23 Αυγούστου του 1977, έπεσε μια εβδομάδα αργότερα, ξανανέβηκε και έκτοτε συμπλήρωσε 108 βδομάδες στην κορυφή. Είναι ο 8ος πια καλύτερος τενίστας όλων των εποχών, με τα «τέρατα» που εμφανίστηκαν από το 2000 και μετά, αλλά τα νούμερα δεν αποτυπώνουν όλη την αλήθεια, δεν αποδίδεται με νούμερα το impact στο ίδιο το άθλημα, η επανάσταση στην προσέγγιση όχι του κοινού ή των κριτών, αλλά των ίδιων των συναθλητών του. Και πάνω απ’ όλα έφερε στον κόσμο του τένις την έννοια «μονομαχία», με εκείνες τις επικές μάχες με το John McEnroe.

Δύο διαφορετικοί χαρακτήρες, δύο διαφορετικοί τενίστες, δύο διαφορετικές αισθητικές. Οι δυο τους ήταν κάτι πολύ περισσότερο από δύο τενίστες, ήταν δύο τρόποι ζωής που απέκτησαν είτε φανατικούς οπαδούς είτε ακόμη πιο φανατικούς πολέμιους. Ο Σκανδιναβός ήταν ο παγωμένος αθλητής-υπολογιστής με τα μεγαλοφυή χτυπήματα, ο Αμερικανός ήταν ο νευρώδης τύπος που θα ανέβει στο φιλέ, θα χτυπήσει τη ρακέτα στο έδαφος, θα ουρλιάξει στο λάθος, θα διαμαρτυρηθεί στον κριτή. Ο McEnroe έβγαζε στο τεραίν όλο του το dna. Γεννημένος στη Γερμανία, με ιρλανδικό αίμα, παρόλα αυτά Αμερικανός 110%. Οι δυο τους είχαν δημιουργήσει μια αντιπαλότητα που τότε και λόγω μόδας άγγιζε τα όρια του Star Wars. Έπρεπε με το ζόρι να επιλέξεις πλευρά: ή θα είσαι με τους Jedi ή με τους Emperor.

Από τη μια το ζεν του Viking με το μακρύ μαλλί και την κορδέλα στο μέτωπο, από την άλλη η τρέλα του Αμερικανού με το κατσαρό μαλλί. Περιττό να αναφερθεί ο πρώτος «πόλεμος» με τους σπόνσορες, με τις τότε θρυλικές Fila (του Borg) και Sergio Tacchini (του McEnroe) να ερίζουν για το ποια θα παρουσιάσει το καλύτεορ προϊόν και το ποια θα επικρατήσει. Borg και McEnroe ήταν δύο διαφορετικοί κόσμοι τον ίδιο πλανήτη, δύο τόσο εκ διαμέτρου αντίθετες κουλτούρες που στο τέλος έβρισκες κοινά σημεία στην αντίθεση. Διότι αμφότεροι ήθελαν τη μοναξιά της κορυφής, αμφότεροι τα κατάφεραν, καθένας με το δικό του τρόπο. Μόνο που όταν τα κατάφερε ο John, o Bjorn είχε αποφασίσει να κάνει πέρα, να αφήσει το παλκοσένικο κενό για τον επόμενο.

Τέλειος. Σχεδόν Borg

Ακόμα και σήμερα συναντά κανείς ανθρώπους – ερασιτέχνες τενίστες – που προσπαθούν να τους αντιγράψουν, να τους μοιάσουν. Είναι πιστοί που έχουν τις ίδιες συνήθειες, τις ίδιες εμμονές, το ίδιο υπερμεγέθες «εγώ» που είχαν οι ήρωες των παιδικών τους χρόνων. Τσακώνονται για το εάν ήταν «μέσα ή έξω», ζητούν τη συνδρομή των άτυχων περαστικών και φαντασιώνονται ότι βρήκαν κριτή στο Wimbledon. Πάνω απ’ όλα προσπαθούν να ξαναζήσουν εκείνο το απόγευμα του Ιουλίου του 1980, τον «Αγώνα του Αιώνα» όπως είχε ονομαστεί ο τελικός του Λονδίνου της 5ης Ιουλίου του 1980. Ο Borg είχε ήδη κερδίσει πέντε φορές στο Roland Garros και τέσσερις στο Wimbledon. Συνεχόμενες. Ο τελικός του Wimbledon δεν ήταν ένα συνηθισμένο παιχνίδι τένις, είχε αναγορευθεί σε σύγκρουση τιτάνων από τα media της εποχής, ακόμα και στην Ελλάδα μεταδόθηκε ζωντανά.

Ήταν ένας τελικός από εκείνους που το hard drive του μυαλού κάνει save αυτόματα, θυμάσαι που ήσουν, με ποιους, τί έκανες, τι αισθανόσουν. Έχουν περάσει 36 χρόνια από τότε κι όμως ακόμη θυμάμαι το Διακογιάννη να λέει ότι ο Nelson Μandela είχε ζητήσει από τους δεσμοφύλακές του στο Robben Island ένα τρανζιστοράκι για να ακούσει το παιχνίδι, ότι ο Andy Warhol είχε ξυπνήσει νωρίς στο σπίτι της μάνας του για να μην χάσει την απευθείας μετάδοση. Μου είχαν κάνει τρομερή εντύπωση τα λευκά μπαλάκια, ο κάκιστος αγωνιστικός χώρος, το βροχερό Λονδίνο, ενώ στην Αθήνα είχε περίπου 35 βαθμούς Κελσίου. Στο σπίτι βλέπαμε για πρώτη φορά όλη η οικογένεια τένις, ήταν ένα κλασικό Σάββατο μπροστά στην οβάλ οθόνη της Grundig, εκείνης με το «προστατευτικό» μπροστά. Οι πιτσιρικάδες όλοι με το McEnroe που ήταν ο showman, οι «μεγάλοι» με το σκανδιναβικό computer.

Ο Borg προηγείται 2-1 set και σερβίρει στο τέταρτο με το σκορ στο 5-4 υπέρ του. 40-15. Του λείπει ένας μόλις πόντος για να (ξανα)γίνει ο βασιλιάς του Λονδίνου. Ο McEnroe όμως απλώς αρνείται να χάσει, δεν καταδέχεται να χάσει. Παίρνει το game και σπάσει την απαράμιλλη ησυχία του αγγλικού ναού του τένις με ένα πολύ δυνατό “c’mon!” όταν πρέπει να σερβίρει. Ήταν θέμα χρόνου να πάμε στο tie break. «Εκείνο» το tie break. Ο John είναι πίσω συνέχεια. Ξανάρχεται από την κόλαση σε επτά matchpoint του Borg, στο πέμπτο set λυγίζει. Ο Borg στον τελευταίο πόντο γονατίζει και κοιτάζει στον ουρανό που έχει σχεδόν σκοτεινιάσει. Σηκώνεται αμέσως, χαιρετά στο φιλέ το McEnroe και ξανακοιτάζει ψηλά. Την ίδια στιγμή, ο σπουδαίος Αμερικανός περπατά στη γωνία του. Είναι τα δυσκολότερα βήματα της καριέρας του όπως θα πει ο ίδιος χρόνια αργότερα.

Ο Borg δεν ξαναείδε ποτέ εκείνον τον τελικό. Το έκανε μόνον όταν τον παρακάλεσε ο γιος του σαν δώρο γενεθλίων. Ξαναένιωσε ακριβώς το ίδιο συναίσθημα με εκείνο το απόγευμα, ήταν η πρώτη φορά στη ζωή που φοβήθηκε την ήττα. Δεν το είχε ξανανιώσει ποτέ, εκείνος ο τελικός τον άλλαξε και τον προσδιόρισε ως άνθρωπο και ως αθλητή. Το Λονδίνο πάντοτε το αντιμετώπιζε διαφορετικά, ήταν προληπτικός, έμενε στο ίδιο δωμάτιο στο ίδιο ξενοδοχείο, είχε μαζί του ακριβώς τον ίδιο αριθμό από πετσέτες, άφηνε την τσάντα του ακριβώς στην ίδια θέση, φορούσε τα ίδια ρούχα. Ακόμα και με τις γυναίκες (και είχε αμέτρητες groupies τότε) επέλεγε να κάνει «ένα διάλειμμα», ήταν το μοναδικό τουρνουά στο οποίο «απείχε» από το sex.

Πάντοτε σαν play-boy λογιζόταν ο Σουηδός, από την εποχή που άφησε την καλλονή Mariana Simionescu, για μια νικήτρια «διαγωνισμού βρεγμένο μπλουζάκι» στον οποίο τον είχαν καλέσει για «κριτή». Mάλιστα έκανε και παιδί μαζί της, πριν την αφήσει κι αυτή για τη διάσημη Ιταλίδα ρόκερ Loredana Berté, που του τη γνώρισε ο συμπαίκτης του στα courts και πρώην της, Adriano Panatta. Με τη Lory έζησαν μια πολύ έντονη ιστορία, γεμάτη πάθη και τρελό έρωτα που εξελίχθηκε σε μίσος. Πέρασε από χίλια κύματα η σχέση τους, υπάρχουν υπόνοιες για χρήση ναρκωτικών, για απόπειρες αυτοκτονίας, για ενδοοικογενειακή βία, για ατέλειωτες εξωσυζυγικές σχέσεις, για τη μητέρα του που δεν την ήθελε ποτέ επειδή «έπρεπε» τα παιδιά να είναι καθαρόαιμα Σουηδάκια και όχι «μιγάδες» όπως έλεγε η κυρία Borg.

Ο Borg είναι ο καλύτερος στον κόσμο με ξύλινες ρακέτες

Χώρισαν το 1992, ο Borg (ξανα)παντρεύτηκε το 2002 πια με την Patricia Οstfeldt, χωρίς να έχει εκδοθεί ποτέ διαζύγιο. Του κόστισε πέντε εκατομμύρια ευρώ εκείνη η απερισκεψία της διγαμίας, ανέκαθεν πίστευε όπως και στο τένις ότι μπορεί να κάνει ό,τι θέλει, όποτε θέλει, χωρίς να δίνει λογαριασμό πουθενά. Πολύ περίεργη περίπτωση ανθρώπου, σίγουρα απ’ αυτές που δεν συναντά κανείς κάθε μέρα. Το απέδειξε και το 1991, όταν ξαφνικά αποδέχθηκε την πρόταση των διοργανωτών στο Monte Carlo, επειδή όπως είπε «ήθελα να παίξω λίγο τένις και ήταν δίπλα στο σπίτι μου». Πράγματι τότε ζούσε στο Μονακό, στο Cap Ferrat, είκοσι λεπτά από τα courts. Βρήκε τον κόσμο του τένις αλλαγμένο, πρώτα απ’ όλα ήθελε να παίζει με ξύλινη ρακέτα, πήγε την Donnay του σε έναν τεχνίτη στο Cambridge και τον έβαλε να την αντιγράψει με σχολαστική ακρίβεια, να τη βάψει μαύρη και να αφαιρέσει το σπόνσορα της Pro One που είχε «μετακομίσει» στον Agassi.

Τέλειος. Σχεδόν Borg

Εμφανίστηκε ευδιάθετος στην press conference, είπε ότι προπονήθηκε με το συμπατριώτη του τον Jonas Svensson που ρωτήθηκε σχετικά και απάντησε ότι «ο Borg είναι ο καλύτερος στον κόσμο με ξύλινες ρακέτες». Το πρόβλημα βέβαια ήταν ότι το τένις είχε ξεπεράσει προ πολλού την εποχή του ξύλου και ένας απλώς μέτριος τενίστας όπως ο Jordi Arrese, δεν είχε κανένα πρόβλημα να κερδίσει κατά κράτος το Σουηδό, κρατώντας τη Dunlop του από γραφίτη. Ήταν ένα πολύ μελγχολικό παιχνίδι κι ας ξεκίνησε με τους καλύτερους οιωνούς. Στην εξέδρα ήταν οι groupies του που φώναζαν “Vive Le Roi - Long Live the King!” υπήρχε ο ρομαντισμός της δεκαετίας του ’70, μόνο που δυστυχώς το ημερολόγιο έδειχνε 1991.

Ο ίδιος δεν φάνηκε να πτοείται από τον – κακά τα ψέμματα – εξευτελισμό του. Δήλωσε ευδιάθετα ότι έχει σκοπό να παρουσιαστεί και στη Ρώμη, στο Roland Garros, στο Wimbledon, για να (ξανα)αποκτήσει επαφή με το άθλημα. Δεν θα φτάσει σε κανένα από αυτά τα μεγάλα τουρνουά, θα χάσει σε οποιοδήποτε court εμφανιστεί, διασύροντας το μύθο του. Τον κερδίζει ο κάθε πικραμένος που μπορεί να διηγείται στα εγγόνια του ότι «κάποτε κέρδισα το Borg», ο ίδιος πολλά χρόνια αργότερα θα παραδεχτεί ότι ήταν ένα από τα μεγάλα λάθη στη ζωή του. «Ήθελα μόνο να ξαναπαίξω τένις», είπε στην τελετή βράβευσής του στο Λονδίνο για το “BBC Sports Personality lifetime achievement award”. Η αλήθεια είναι ότι για όλους ο Borg είχε σταματήσει εκείνο το απόγευμα της ήττας από τον Leconte και πάλι στο Monte Carlo.

Είχε επιλέξει να φύγει #1 και τα κατάφερε, ίσως με έναν τρόπο μπρούσκο και γκροτέσκο, αλλά δεν είχε διασύρει την εικόνα του. Η επιστροφή του στις αρχές της δεκαετίας του ’90 και στα 35 του ήταν ένα έγκλημα. Πολύ απλά γιατί χάλασε την ανάμνηση που είχε καθένας μας γι’ αυτόν. Ίσως βέβαια ήθελε να τα βάλει με τους εσωτερικούς του δαίμονες που τον κατέτρεχαν από μικρό παιδί, ίσως ήθελε να κλείσει ένα κεφάλαιο της ζωής του που αισθανόταν ότι είχε αφήσει ανολοκλήρωτο, ίσως είχε στο μυαλό του ένα ρομαντικό τέλος με τον ίδιο να υψώνει στον ουρανό του Λονδίνου ένα τρόπαιο και να λέει συγκινημένος ότι σταματάει, ευχαριστώντας το κοινό. Ήταν πολύ σκληρή εικόνα για όλους μας να τον παρακολουθούμε με οίκτο να «τρώει ξύλο» από μέτριους αθλητές, να μην του βγαίνει το παραμικρό και να τον έχει ξεπεράσει η εποχή.

Στο μυαλό όλων είχε μείνει η εικόνα του να γονατίζει μετά «τον τελικό του αιώνα» στο Wimbledon, με τα χέρια να καλύπτουν το πρόσωπο και μια υποψία δακρύων να αχνοφαίνεται στα μάτια. Κατάαβε αργά ότι ο κόσμος δεν είναι όλος δικός του, ότι δεν φτάνει η θέληση, αλλά χρειάζεται και η αθλητική ικανότητα. Σκεφτείτε να επέστρεφε παραδείγματος χάριν ο Michael Jordan επτά χρόνια μετά από εκείνη την άθλια απόφαση να πάει να παίξει baseball. Σκεφτείτε τον κορυφαίο επτά ολόκληρα χρόνια μακριά από το μπάσκετ. Πόσο διαφορετικά θα είχε γραφτεί η ιστορία... Ο Borg δεν κατάλαβε έγκαιρα ότι δεν είναι ανίκητος. Μετά το αποτυχημένο comeback αποσύρθηκε στην πατρίδα του, γύρισε στη Σουηδία μήπως αναστήσει την εταιρεία με εσώρουχα που είχε ξεκινήσει τις χρυσές εποχές. Την έφτασε στο #2 στην εγχώρια αγορά, πίσω μόνο από τον παντοκράτορα Calvin Klein.

Τέλειος. Σχεδόν Borg

Που και που τον βλέπει κανείς σε κάποια κερκίδα, πλάι στην Patricia και το γιο τους το Leo. Πριν δέκα χρόνια με μεγάλη λύπη διάβαζε κανείς στα «ψιλά» ότι έβγαλε σε πλειστηριασμό τα τρόπαια και τα Κύπελλα που κέρδισε στην καριέρα του, για να αποφύγει την οικονομική καταστροφή. Κράτησε μόνο τα τρόπαια του Wimbledon και του Roland Garros, αργότερα αναγκάστηκε να τα βγάλει κι αυτά σε πλειστηριασμό. Τα email από όλον τον κόσμο έφταναν κατά χιλιάδες, τα τηλεφωνήματα εκατοντάδες για να μην το κάνει.

Μέχρι και ο «αιώνιος εχθρός» McEnroe του τηλεφώνησε για να τον αποτρέψει από την ανοησία, ο Agassi προσφέρθηκε να τα αγοράσει για να τα δωρίσει σε κάποιο μουσείο. Η αγάπη του κόσμου που τον είδε στα courts μάζεψε τελικά το απαιτούμενο ποσό, τα τρόπαια έμειναν στο σπίτι του μαζί με την αξιοπρέπειά του. Σήμερα κλείνει τα 59 του χρόνια, μοιάζει ξεχασμένος απ’ όλους και όλα. Δεν είναι τέλειος. Είναι όμως ο Bjorn Borg.

News 24/7

24MEDIA NETWORK