X

Σεβόμαστε την ιδιωτικότητά σας

Εμείς και οι συνεργάτες μας αποθηκεύουμε ή/και έχουμε πρόσβαση σε πληροφορίες σε μια συσκευή, όπως cookies και επεξεργαζόμαστε προσωπικά δεδομένα, όπως μοναδικά αναγνωριστικά και τυπικές πληροφορίες που αποστέλλονται από μια συσκευή για εξατομικευμένες διαφημίσεις και περιεχόμενο, μέτρηση διαφημίσεων και περιεχομένου, καθώς και απόψεις του κοινού για την ανάπτυξη και βελτίωση προϊόντων. Με την άδειά σας, εμείς και οι συνεργάτες μας ενδέχεται να χρησιμοποιήσουμε ακριβή δεδομένα γεωγραφικής τοποθεσίας και ταυτοποίησης μέσω σάρωσης συσκευών. Μπορείτε να κάνετε κλικ για να συναινέσετε στην επεξεργασία μας και των συνεργατών μας όπως περιγράφεται παραπάνω. Εναλλακτικά, μπορείτε να αποκτήσετε πρόσβαση σε πιο λεπτομερείς πληροφορίες και να αλλάξετε τις προτιμήσεις σας πριν από τη συγκατάθεσή σας ή να αρνηθείτε να δώσετε τη συγκατάθεσή σας. Λάβετε υπόψη ότι κάποια επεξεργασία των προσωπικών σας δεδομένων ενδέχεται να μην απαιτεί τη συγκατάθεσή σας, αλλά έχετε το δικαίωμα να αντιταχθείτε σε αυτήν την επεξεργασία. Οι προτιμήσεις μας θα ισχύουν μόνο για αυτόν τον ιστότοπο.

Ντάριλ Ντόκινς: ο Σοκολατένιος κεραυνός των καρφωμάτων

Ο Δημήτρης Καρύδας γράφει για τον Ντάριλ Ντόκινς και θυμάται τη γνωριμία μαζί του.

Το φάιναλ φορ του 1992 στην Πόλη ήταν ένα από τα πλέον παράξενα φάιναλ φορ στην ιστορία. Και ένα από τα πρώτα που η λέξη φαβορί βούλιαξε στα πιο βαθιά νερά του Βοσπόρου. Τα στοιχήματα στη μικρή ελληνική αποστολή (δεν είχαμε βλέπετε πια την πολυτέλεια της παρουσίας του Άρη στα φάιναλ φορ και η σειρά του ΠΑΟΚ θα ερχόταν ένα χρόνο αργότερα) δεν άφηναν πολλές πιθανότητες έκπληξης. Το ζευγάρι του τελικού έμοιαζε σχεδόν κλειδωμένο αφού κανείς δεν πίστευε ότι η ταπεινή Εστουδιάντες και οι τσιγγάνοι –λόγω εμφυλίου πολέμου- άγνωστοι παίκτες ενός πρωτάρη προπονητή της Παρτίζαν είχαν τύχη. Η ιστορία βέβαια γράφτηκε αλλιώς αφού ούτε η πλούσια Φίλιπς Μιλάνο, ούτε η θεωρούμενη ως η πληρέστερη ομάδα της Ευρώπης Ισπανική Μπανταλόνα τα κατάφεραν να φύγουν με το τρόπαιο από την Τουρκία.

Στο ξενοδοχείο Χίλτον επικρατούσε μια μάλλον χαλαρή ατμόσφαιρα. Η δουλειά λίγη, η διάθεση για πλάκα μεγάλη. Την αποστολή των Ιταλών που έμεναν επίσης στο ίδιο ξενοδοχείο την είχαμε δει λίγο. Μέχρι το απόγευμα παραμονές του ημιτελικού που οι παίκτες γυρίζοντας από την τελευταία προπόνηση σκορπίστηκαν στα πολλά σαλόνια του ξενοδοχείου για να χαλαρώσουν.

Τον Ντάριλ Ντόκινς δεν χρειαζόταν να ψάξεις για να τον βρεις. Διακρινόταν ακόμη και καθιστός… Τον πλησίασα, του συστήθηκα και του έτεινα το βιβλίο που κρατούσα Chocolate Thunder: The Uncensored Life and Times of Darryl Dawkins. H βιογραφία του που είχε κυκλοφορήσει μερικούς μήνες νωρίτερα στην Αμερική. Η εξαντλημένη προ πολλού πρώτη έκδοση είναι πια δύσκολο να βρεθεί ακόμη και στο internet αλλά υπάρχει για τους ενδιαφερόμενους η δεύτερη βερσιόν του ίδιου βιβλίου που κυκλοφόρησε το 2003 σε επανέκδοση. Ο Ντόκινς με κοίταξε με ένα πρόσωπο που έμοιαζε να χαμογελάει ολόκληρο και κάπου εκεί εκτέθηκα…

‘’Το έχεις διαβάσει; Σου άρεσε;’’. Είπα τη μισή αλήθεια. Είχα προλάβει να διαβάσω μερικές σελίδες του το προηγούμενο βράδυ αλλά απάντησα καταφατικά και στις δύο ερωτήσεις. ‘’Ωραία και ποιο όνομα καρφώματος σου άρεσε για να υπογράψω ανάλογα;’’…Ουπς …Όνομα καρφώματος, τι είναι αυτό; Βλέπετε, η έλλειψη πληροφοριών εκείνα τα χρόνια έκανε απαγορευτική τη στοιχειώδη γνώση για τον Ντάριλ Ντόκινς. Ότι βάφτιζε με μερικά απίθανα ονόματα που τα περισσότερα είχαν σχέση με την slang, την αμερικάνικη αργκό, τα καρφώματα του. Ο στιγμιαίος δισταγμός μου ήταν ξεκάθαρο ότι αποκάλυψε στον Ντόκινς την αλήθεια. Φοβήθηκα ότι μόνο ότι θα μου γύριζε ανυπόγραφο το βιβλίο αλλά θα έβλεπα όρθιο μπροστά μου το θηρίο των 2μ.11 που είχε γίνει μύθος επειδή γκρέμιζε τα ταμπλό με τα ασύλληπτα σε δύναμη καρφώματα του. Τα οποία, μην ξεχνιόμαστε, βάφτιζε κιόλας.

Υπέγραψε με το κλασικό του παρατσούκλι και το πρώτο όνομα που είχε δώσει σε κάρφωμα: Chocolate Thunder. Σοκολατένιος κεραυνός. ‘’Να το διαβάσεις πάντως’’, μου είπε. ‘’Θα σου αρέσει’’.

Όταν σου λέει κάτι ένας από τους πρώτους παίκτες στην ιστορία που δεν πήγε κολέγιο αλλά κατευθείαν στο ΝΒΑ από το γυμνάσιο, όταν σου λέει κάτι ο παίκτης που υποχρέωσε το ΝΒΑ να αλλάξει το υλικό κατασκευής της στεφάνης και να το κάνει πιο ελαστικό για να επιβιώνουν τα καλάθια από τα καρφώματα του, όταν σου λέει κάτι ένας τύπος που τον έτρεμαν για τη δύναμη του οι μεγαλύτεροι σέντερ του ΝΒΑ μπορείς να μην υπακούσεις; Το βιβλίο το διάβασα μέσα στις επόμενες μέρες. Και είναι από αυτά που αφορούν το μπάσκετ και το ευχαριστήθηκα περισσότερο.

Δεν είναι η τυπική βιογραφία-αγιογραφία ενός παίκτη που ποτέ δεν επιβεβαίωσε ποτέ τις τεράστιες προσδοκίες που είχε δημιουργήσει στα νεανική του χρόνια και κατέληξε ένας γυρολόγος που πούλαγε το όνομα και το ταλέντο του σε διάφορες Ιταλικές ομάδες. Χωρίς τις σύγχρονες συμβάσεις εργασίας των παικτών ήταν πολύ εύκολο για την Ιταλική λίγκα το θρυλικό ‘’σπαγκέτι σιρκουί’’ της δεκαετίας του ’80 να μαζέψει όποιον βετεράνο ήθελε. Ο Ντόκινς ακολούθησε απλά τον δρόμο που είχαν χαράξει πολλοί άλλοι πριν από αυτόν παίζοντας αρχικά στο Τορίνο, τη χρονιά του φάιναλ φορ στο Μιλάνο και άλλες δύο σεζόν στο Φόρλι.

Πίσω στις σελίδες του βιβλίου. Ο Ντόκινς δεν καταθέτει λοιπόν μια αυτοβιογραφία γεμάτη αυτοθαυμασμό ή φτηνές δικαιολογίες. Γραμμένο στα τελειώματά του Ντόκινς στο ΝΒΑ σε μια εποχή που οι περισσότεροι συνομήλικοι του είναι αρκετά ώριμοι για να αναπαράγουν βαρετά κλισέ ο Mr. Dunkenstein τα λέει όλα και δεν κρύβει τίποτα. Για τον ρατσισμό που αντιμετώπισε τη δύσκολη δεκαετία του στο ΝΒΑ, για τα ακόμη δυσκολότερα παιδικά του χρόνια στις φτωχογειτονιές της Φλόριντα αλλά και για τους λόγους που δεν έκανε την καριέρα που όλοι περίμεναν. ‘’Τα τελευταία μου χρόνια στο ΝΒΑ περισσότερο ασχολιόμουν με τα πάρτι και τις γυναίκες και πολύ λιγότερο με το μπάσκετ’’, γράφει σε κάποιο σημείο o αντ΄αυτού ghost writer, δημοσιογράφος και συγγραφέας Τσάρλι Ρόουζεν.

Και δεν σταματάει εκεί. Μιλάει ανοιχτά για τα ναρκωτικά που έρρεαν άφθονα εκείνα τα χρόνια στο ΝΒΑ, ελλείψει οποιουδήποτε ελέγχου, συγκρίνει τις τιμές του χόρτου και της κοκαϊνης, λέει για το εφηβικό του χόμπι να πυροβολεί κοκόρια, επιβεβαιώνει την κατηγορία ότι είχε σπάσει σε καβγά τη μύτη της πρώην συζύγου με τη δικαιολογία ότι βρισκόταν σε…αυτοάμυνα ή ομολογεί τι επηρέαζε το παιχνίδι του. ‘’Υπήρχε μια εποχή που εγώ και η Κέλι (σημείωση: αναφέρεται στην επί σειρά ετών φιλενάδα του Κέλι Μπαρνς που λέγεται ότι την είχε….απαγάγει με τη συγκατάθεση της από το πατρικό της ενώ ήταν ακόμη ανήλικη) πηδιόμαστε τόσο πολύ που με δυσκολία μπορούσα να σουτάρω τη μπάλα. Είχα αποκτήσει όμως μια φοβερή ευκινησία και το ίδιο διάστημα μάζευα τα ριμπάουντ λες και η μπάλα ήταν από χρυσό και ήθελα να την αρπάξω’’.

Για τον Ντόουκινς όλα αυτά έμοιαζαν φυσιολογικά, σαν ένα κομμάτι της ζωής ενός αθλητή σούπερ-σταρ. Το βιβλίο του είναι γραμμένο σε χαμηλούς τόνους πάντως αλλά πουθενά δεν δείχνει τη διάθεση να απολογηθεί, ούτε καν στον εαυτό του για μια καριέρα που μπορούσε να είναι…αλλιώς. Η αλήθεια είναι ότι με το ύφος του στο τέλος περισσότερο γελάς, παρά δυσφορείς ή στεναχωριέσαι. Μέχρι τουλάχιστον τα τελευταία κεφάλαια όπου ο Ντόκινς αρχίζει και σοβαρεύεται και αναφέρεται στις αξίες της ζωής, όπως για παράδειγμα τη διαφορετική συμπεριφορά στο ΝΒΑ σε λευκούς και μαύρους.

Κάπως έτσι ήταν η ζωή του: Ωμή, άγουρη, προκλητική και ασταθής όπως ακριβώς μια μπασκέτα μετά από ένα θηριώδες κάρφωμα του Sir Slam. RIP...

Διαβάστε ακόμη:

Πέθανε ο Ντάριλ Ντόκινς