X

Σεβόμαστε την ιδιωτικότητά σας

Εμείς και οι συνεργάτες μας αποθηκεύουμε ή/και έχουμε πρόσβαση σε πληροφορίες σε μια συσκευή, όπως cookies και επεξεργαζόμαστε προσωπικά δεδομένα, όπως μοναδικά αναγνωριστικά και τυπικές πληροφορίες που αποστέλλονται από μια συσκευή για εξατομικευμένες διαφημίσεις και περιεχόμενο, μέτρηση διαφημίσεων και περιεχομένου, καθώς και απόψεις του κοινού για την ανάπτυξη και βελτίωση προϊόντων. Με την άδειά σας, εμείς και οι συνεργάτες μας ενδέχεται να χρησιμοποιήσουμε ακριβή δεδομένα γεωγραφικής τοποθεσίας και ταυτοποίησης μέσω σάρωσης συσκευών. Μπορείτε να κάνετε κλικ για να συναινέσετε στην επεξεργασία μας και των συνεργατών μας όπως περιγράφεται παραπάνω. Εναλλακτικά, μπορείτε να αποκτήσετε πρόσβαση σε πιο λεπτομερείς πληροφορίες και να αλλάξετε τις προτιμήσεις σας πριν από τη συγκατάθεσή σας ή να αρνηθείτε να δώσετε τη συγκατάθεσή σας. Λάβετε υπόψη ότι κάποια επεξεργασία των προσωπικών σας δεδομένων ενδέχεται να μην απαιτεί τη συγκατάθεσή σας, αλλά έχετε το δικαίωμα να αντιταχθείτε σε αυτήν την επεξεργασία. Οι προτιμήσεις μας θα ισχύουν μόνο για αυτόν τον ιστότοπο.

Πόσο σχιζοφρενής είστε;

Η πορεία της εθνικής ομάδας ποδοσφαίρου στα γήπεδα της Πορτογαλίας προ τριμήνου γέμισε μεγάλη μερίδα των Ελλήνων με προσδοκίες για το εφετινό πρωτάθλημα. Είδαμε ανθρώπους των δύο φύλλων και κάθε ηλικίας να ασχολούνται ξαφνικά με το άθλημα που έχει ντροπιάσει όσο κανένα άλλο τη χώρα μας διεθνώς.

Είδαμε να δοξάζονται οι ποδοσφαιριστές της εθνικής από τη μια μέρα στην άλλη. Είδαμε αγκαλιές των Ελλήνων φιλάθλων που επισκέφτηκαν τα γήπεδα της Πορτογαλίας με φίλους άλλων ομάδων. Και δημιουργήθηκε η ψευδαίσθηση οτι κάτι αλλάζει.

Αλλά, φεύ. Δεν άλλαξε τίποτε. Αυτό φάνηκε πριν ακόμη αρχίσουν οι Ολυμπιακοί Αγώνες με το περιστατικό των Κεντέρη - Θάνου και την αντιμετώπισή του, τόσο από τα ΜΜΕ όσο και από την πλειοψηφία των Ελλήνων. Οι επανειλημένες αποδοκιμασίες των Ελλήνων "φιλάθλων" όχι μόνο στο αγώνισμα των διακοσίων μέτρων αλλά και σε άλλα που οι Έλληνες αθλητές δεν τα κατάφεραν τόσο καλά σε σχέση με τις έντεχνα καλλιεργημένες προσδοκίες του κοινού, έδειξαν οτι δεν υπάρχουν παρά ελάχιστοι φίλαθλοι και πάρα πολλοί οπαδοί του χειρίστου είδους που θεωρούν οτι το "καμάρι" που τους εκπροσωπεί πρέπει πάση θυσία να κερδίσει.
Τα επεισόδια με τους Αλβανούς στον μεταξύ μας αγώνα είναι ενδεικτικά της φίλαθλης παιδείας μας.

Εν τέλη το πρωτάθλημα έστω και καθυστερημένα ξεκίνησε με τις εξείς προϋποθέσεις: ίδια ποιότητα φιλάθλων και οπαδών, ίδιους παράγοντες, ίδιους δημοσιογράφους, ίδιες φυλλάδες, ίδια ραδιοτηλεοπτικά μέσα, ίδιους ποδοσφαιριστές, ίδιους διαιτητές, ίδια πολιτεία και φυσικά τα ίδια υπέρογκα χρέη. Μόνο τα γήπεδα ήταν διαφορετικά, κάποια εντελώς καινούρια, κάποια ανακαινισμένα αλλά όπως έδειξαν οι οπαδοί του ΠΑΟΚ τα όμορφα γήπεδα όμορφα καίγονται, ειδικά σε διεθνή αγώνα.

Οι θεατές έφτασαν το φοβερό και τρομερό αριθμό των 65.000 την πρώτη αγωνιστική και άρχισαν οι εκτιμήσεις περί της επιστροφής του κόσμου στα γήπεδα και άλλα τινά.

Όσπου φτάσαμε στην τρίτη μόλις αγωνιστική, μετά τα ευτράπελα στις εκλογές των σπουδαιότερων οργάνων του ελληνικού ποδοσφαίρου και όλα τινάζονται στον αέρα.

Το θέαμα στον αγωνιστικό χώρο μέτριο ως κακό, οι οικογένειες που επέστρεψαν στο γήπεδο δεν είναι και τόσο κόσμιες όσο κάποιοι ήθελαν να πιστεύουμε, ο αγωνιστικός χώρος πολύ κακός για νεόκτιστο γήπεδο. Οι διαιτησία για άλλη μια φορά αρνητικός πρωταγωνιστής. Ο επόπτης τσακωμένος με τη σωστή τοποθέτηση, ο διαιτητής αγνοεί το νόημα της κίτρινης κάρτας και πολύ χειρότερα δεν ξέρει να προστατεύει το άθλημα που υπηρετεί. Μέτρησαν δύο γκόλ, για άλλους σωστά και για άλλους όχι, αλλά ποιός στάθηκε στη συμπεριφορά των ποδοσφαιριστών; Και δεν αναφέρομαι στις διαμαρτυρίες, αφού δεν υπάρχει ποδοσφαιριστής που δεν το έχει κάνει λιγότερο ή περισσότερο έντονα, αλλά στο κλωτσοσκούφι που παίχτηκε μετά.

Σε κάθε πλάγιο ή φάουλ οι παίκτες της Ξάνθης έπαιζαν περιπαικτικά με την μπάλα καθυστερώντας με προκλητικό τρόπο που δεν θυμίζει επαγγελματία ποδοσφαιριστή αλλά τυχάρπαστο που βγάζει τα κόμπλεξ του τη μοναδική φορά που έχει το πάνω χέρι έναντι του αντιπάλου του. Οι ποδοσφαιριστές θύμιζαν παιδάκια που έπαιζαν και τσακόνωνταν στην αλάνα της γειτονιάς χωρίς τον παραμικρό σεβασμό στους κανόνες του παιχνιδιού, την κερκίδα και το τηλεοπτικό κοινό. Οι δημοσιογράφοι προκλητικοί, πιεστικοί και εμπαθείς μετά τον αγώνα. Και την επομένη άλλοι εξαπέλυσαν μύδρους κατά της διαιτησίας, άλλοι κορόιδεψαν την ομάδα του Πειραιά, ο Νικοπολίδης έγινε ξαφνικά Αντωνάκης από "έγκριτους" δημοσιογράφους και άλλοι τόνισαν τη μέτρια εμφάνιση του ΟΣΦΠ έναντι της κακής διαιτησίας. Τελικά όλα είναι όπως ήταν τα προηγούμενα χρόνια.

Το θέμα όμως είναι πολύ πιο βαθύ και ουσιαστικό. Πως είναι δυνατό μια τόσο μεγάλη μερίδα του ελληνικού λαού να αυταπατάται τόσο οικτρά για το ποδοσφαιρικό μας γίγνεσθαι; Πώς όλοι αυτοί οι δημοσιογράφοι και οι παράγοντες καλλιέργησαν το κλίμα της αλλαγής που δεν ήρθε ποτέ τη στιγμή μάλιστα που δεν υπήρχε σχεδόν καμία προϋπόθεση γι' αυτή την αλλαγή; Δεν μπορώ να απαντήσω αυτό το ερώτημα αλλά για ένα είμαι σίγουρος: μετά από τόσα χρόνια επανάληψης του ίδιου έργου και αφού απουσιάζω από τις κερκίδες συνειδητά για περισσότερα από οκτώ χρόνια τώρα θα σταματήσω και την τηλεοπτική παρακολούθηση του πρωταθλήματος και των διάφορων εκπομπών περί αυτού. Θεωρώ οτι πρέπει να διατηρήσω ένα ελάχιστο επίπεδο αξιοπρέπειας και αυτοσεβασμού που θα με διαχωρίσει από το ποδοσφαιρικό συνάφι της χώρας.

Και επειδή ξέρω οτι μόνο οι ψυχικά και νοητικά διαταραγμένοι και οι μαζοχιστές θα εξακολουθήσουν να ασχολούνται με την υπόθεση "ελληνικό ποδόσφαιρο" για μεγάλο διάστημα, είτε επαγγελματικά είτε σαν φίλαθλοι, συστείνω την επίσκεψη σε κάποιο ψυχολόγο. Που ξέρετε, ίσως σώσετε τη ζωή σας και εσείς.

Γιώργος Χαριτάκης