X

Σεβόμαστε την ιδιωτικότητά σας

Εμείς και οι συνεργάτες μας αποθηκεύουμε ή/και έχουμε πρόσβαση σε πληροφορίες σε μια συσκευή, όπως cookies και επεξεργαζόμαστε προσωπικά δεδομένα, όπως μοναδικά αναγνωριστικά και τυπικές πληροφορίες που αποστέλλονται από μια συσκευή για εξατομικευμένες διαφημίσεις και περιεχόμενο, μέτρηση διαφημίσεων και περιεχομένου, καθώς και απόψεις του κοινού για την ανάπτυξη και βελτίωση προϊόντων. Με την άδειά σας, εμείς και οι συνεργάτες μας ενδέχεται να χρησιμοποιήσουμε ακριβή δεδομένα γεωγραφικής τοποθεσίας και ταυτοποίησης μέσω σάρωσης συσκευών. Μπορείτε να κάνετε κλικ για να συναινέσετε στην επεξεργασία μας και των συνεργατών μας όπως περιγράφεται παραπάνω. Εναλλακτικά, μπορείτε να αποκτήσετε πρόσβαση σε πιο λεπτομερείς πληροφορίες και να αλλάξετε τις προτιμήσεις σας πριν από τη συγκατάθεσή σας ή να αρνηθείτε να δώσετε τη συγκατάθεσή σας. Λάβετε υπόψη ότι κάποια επεξεργασία των προσωπικών σας δεδομένων ενδέχεται να μην απαιτεί τη συγκατάθεσή σας, αλλά έχετε το δικαίωμα να αντιταχθείτε σε αυτήν την επεξεργασία. Οι προτιμήσεις μας θα ισχύουν μόνο για αυτόν τον ιστότοπο.

Οι Έλληνες σπίκερ που (δεν) αγαπήσαμε

Κάποιοι μιλάνε πολύ, κάποιοι καθόλου. Κάποιοι θέλουν να διαβάσουν όλα τα στοιχεία που έχουν σημειώσει, κάποιοι είναι εντελώς αδιάβαστοι. Κάποιοι λένε τους Έλληνες με το μικρό τους όνομα και κάποιοι ουρλιάζουν. Ο Γιώργος Μυλωνάς σχολιάζει αυτούς που (δεν) αγαπάμε, τους Έλληνες σπίκερ του ποδοσφαίρου.

Οι σπίκερ είναι σαν τους τραγουδιστές. Στους τραγουδιστές η δισκογραφική εταιρεία δίνει ένα τραγούδι που τις περισσότερες φορές δεν έχει γράψει ούτε το στίχο ούτε τη μουσική ο τραγουδιστής και του ζητάει να το ερμηνεύσει. Κάπως έτσι γίνεται και με τους σπίκερ. Το κανάλι τους αναθέτει ένα ποδοσφαιρικό αγώνα και εκείνοι χωρίς να μπορούν να επηρεάσουν τις συνθέσεις των ομάδων και την εξέλιξη του παιχνιδιού καλούνται να τον περιγράψουν, όσο καλύτερα μπορούν.

Υπάρχει, όμως, μια κομβική διαφορά στη δουλειά των σπίκερ με αυτή των τραγουδιστών. Αν ο τραγουδιστής χάνει νότες ή φαλτσάρει, οι τεχνικοί μπορούν να του καλύψουν κάπως τις ατέλειες. Δυστυχώς, δεν γίνεται το ίδιο και με τους σπίκερ, τα λάθη και οι απροσεξίες των οποίων δεν μπορούν να διορθωθούν, με αποτέλεσμα να σκεφτόμαστε πολλές φορές να βάλουμε τον ήχο στο mute για να γλιτώσουμε από την περιγραφή.

Έλα, όμως, που εξαιτίας ενός κράματος μαζοχισμού και μιας ακατάσχετης επιθυμίας για «κράξιμο» δεν κλείνουμε τον ήχο της τηλεόρασης με συνέπεια τα νεύρα μας να γίνονται κρόσια εξαιτίας της περιγραφής, ανεξάρτητα από το αποτέλεσμα του αγώνα. Πάμε, λοιπόν, να δούμε τους σημαντικότερους λόγους που λατρεύουμε να μισούμε τους Έλληνες σπίκερ.

Σύνδρομο

Ο Έλληνας σπίκερ διακατέχεται αρκετές φορές από το σύνδρομο του μέσου Έλληνα φιλάθλου. Δηλαδή, ήθελε μια ζωή να γίνει ποδοσφαιριστής, αλλά λόγω έλλειψης ταλέντου και όχι λόγω ρήξης χιαστών –όπως λέει στον περίγυρο του- και στα δυο του πόδια, δεν κατάφερε ποτέ να παίξει σε κατηγορία πάνω από την Α’ Αθηνών. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα να του χει μείνει απωθημένο να πρωταγωνιστήσει στον αγωνιστικό χώρο. Μην έχοντας τη δυνατότητα πλέον να πραγματοποιήσει το απωθημένο του πάνω στο γρασίδι, έχει βαλθεί να πρωταγωνιστήσει πίσω από το μικρόφωνο, προσπαθώντας να κλέψει τη δόξα των ποδοσφαιριστών.

Για να το πετύχει αυτό χρησιμοποιεί κυρίως δύο τρόπους: α) ενώ ο αγώνας εξελίσσεται, ο σπίκερ αντί να περιγράφει το παιχνίδι, με αφορμή το τάκλιν ενός παίκτη αρχίζει να μας αναλύει με εξονυχιστικές λεπτομέρειες άσχετα προς τον αγώνα πράγματα, ακολουθώντας την εξής συλλογιστική πορεία: τάκλιν του Μαζουάκου->Γάλλος->Σισέ->Γκι Ρου->Οσέρ->Βουργουνδία->κρασί Μποζολέ, β) αντιμετωπίζει τον αγώνα με κραυγές και ένταση που αρμόζει σε ένα συγκλονιστικό ημιτελικό Champions League, ενώ στον αγωνιστικό χώρο το ματς είναι «σούπα» και οι δυο ομάδες έχουν μετά βίας συνολικά τρεις τελικές προσπάθειες.

Ήρεμος ή διαβασμένος

Υπάρχει, όμως, και μια άλλη μερίδα σπίκερ που δεν έχει καμιά όρεξη να κλέψει την παράσταση από τους ποδοσφαιριστές. Βασικά δεν έχει γενικώς όρεξη να μεταδώσει το ματς και αυτό γίνεται εύκολα αντιληπτό από την ένταση τις φωνής του σπίκερ που μοιάζει με καρδιογράφημα νεκρού. Πώς μεταδίδει ο Θαναηλάκης; Ε, το ακριβώς αντίθετο. Και πες ο σπίκερ δεν έχει όρεξη, γιατί του έκαναν μείωση μισθού ή είναι κρυωμένος και δεν μπορεί να μιλήσει δυνατά, πώς μπορεί να δικαιολογηθεί ο σπίκερ εκείνος που ενώ το ματς εξελίσσεται κάνει μια δίλεπτη σιγή, χωρίς κανένα προφανή λόγο. Και εκεί που αρχίζεις να σκέφτεσαι πως έπεσε από την καρέκλα ή τον πείραξαν τα φασολάκια που έφαγε το μεσημέρι και έχει πάει στο μπάνιο, επιστρέφει στη μετάδοση σε μια ανύποπτη στιγμή με ένα αδιάφορο σχόλιο, σαν να μην τρέχει τίποτα.

Ένα άλλο χαρακτηριστικό του Έλληνα σπίκερ είναι ότι θέλει να δείξει πως είναι διαβασμένος. Πριν το ματς έχει κάτσει και έχει σημειώσει ένα κάρο πληροφορίες σχετικά με τις δύο ομάδες. Δεν έχει, όμως, προβλέψει πως το ματς μπορεί να είναι συναρπαστικό και ίσως να μην βρει χρόνο να τις αναφέρει. Για αυτόν, όμως, δεν έχει σημασία. Αφού έψαξε και τις βρήκε, θα τις αναφέρει. Ακόμα και αν μπουκάρει στο γήπεδο ο Jimmy Jump, φορώντας μόνο ένα στρινγκ, ο σπίκερ εκείνη την ώρα θα αναφέρει πως κάθε δίσεκτο έτος στα ματς των δύο προκείμενων ομάδων, σκοράρει πάντα ένα αμυντικό χαφ που το μικρό του όνομα ξεκινάει από Λάμδα.

Βέβαια, δεν ξέρω αν προτιμώ να ναι τόσο διαβασμένος ο σπίκερ ή εντελώς αδιάβαστος, με αποτέλεσμα να αναφέρει τα ονόματα μόνο των 5-6 παικτών που ξέρει από κάθε ομάδα. Εκεί καταλήγουμε σε περιγραφές του τύπου: «ο Παπαδόπουλος, δίνει στο δεξί μπακ, εκείνος περνάει την μπάλα στο αμυντικό χαφ, το οποίο με τη σειρά του βρίσκει τον Παπαδόπουλο». Από την άλλη, αυτό έχει και ένα πλεονέκτημα, αφού μπορεί να μην ξέρουμε ποιος παίκτης έχει τη μπάλα, αλλά σε περίπτωση που έχουμε κάποιο κενό όσον αφορά τις ονομασίες των θέσεων των παικτών στο γήπεδο, ο συγκεκριμένος σπίκερ είναι εκεί, έστω και άθελα του, για να μας το καλύψει.

Μιχαλάκης ή Μανωλάκης

Από το Μουντιάλ του 2002 στην Κορέα και την Ιαπωνία μου χει μένει μια μετάδοση ενός αγώνα της Εθνικής Πολωνίας. Δεν έχω συγκρατήσει ποια ομάδα αντιμετώπιζε η Πολωνία ούτε το όνομα του δημοσιογράφου που μετέδιδε τον αγώνα, αλλά θυμάμαι ότι μόλις η μπάλα πήγε στα πόδια του Ολισαντέμπε, ο εκφωνητής είπε την εξής ατάκα: «και τώρα η μπάλα πηγαίνει στον γνωστό για τους φιλάθλους του Παναθηναϊκού “Μιχαλάκη”». Λογικά ο εκφωνητής έκανε σαρδάμ, αφού θα μπέρδεψε το «Μανωλάκη» με το «Μιχαλάκη», αλλά αφήνω και ένα μικρό ποσοστό να έκανε όντως λάθος, αφού παλιότερα στην κρατική τηλεόραση οι ίδιοι σπίκερ μετέδιδαν από αγώνες ποδοσφαίρου και μπάσκετ μέχρι αγώνες τάε-κβον-ντο και κολύμβησης με όχι τόσο μεγάλη επιτυχία...

Δυστυχώς αρκετοί νέοι σπίκερ που δεν έχουν αντίστοιχη δικαιολογία, μιας και μεταδίδουν μόνο ποδοσφαιρικούς αγώνες, δείχνουν να έχουν πολύ περιορισμένες γνώσεις για το άθλημα. Δεν εννοώ ότι οι σύγχρονοι σπίκερ είναι υποχρεωμένοι να έχουν τις γνώσεις του Διακογιάννη, ούτε να ξημεροβραδιάζονται στο «Football Manager», αλλά οι γνώσεις τους μπορούν να μην περιορίζονται στα απολύτως απαραίτητα, βλέπε ομάδες που αγωνίζονται στο Champions League και τα ρεκόρ που καταρρίπτει κάθε εβδομάδα ο Μέσι και ο Ρονάλντο. Αυτά πλέον τα ξέρει και ένας 15χρονος φίλαθλος.

Οι Έλληνες φίλαθλοι, θες λόγω στοιχήματος, θες λόγω χόμπι παρακολουθούν αρκετό ποδόσφαιρο, με αποτέλεσμα πολλές φορές οι γνώσεις τους να είναι αντίστοιχες με αυτές των σπίκερ. Παρακολουθώντας, έναν αγώνα ποδοσφαίρου θες να μάθεις και πέντε πράγματα που δεν ξέρεις για το βιογραφικό των ποδοσφαιριστών, αλλά και την ιστορία των ομάδων, πληροφορίες που μόνο από σπίκερ σαν τον Σωτηρακόπουλο και τον Σπυρόπουλο μπορεί να ακούσει πλέον κανείς.

Τουρίστας

Πηγαίνοντας ένα βήμα παραπέρα το συλλογισμό του παραπάνω τουίτ, πιστεύω πως ο Έλληνας σπίκερ πάσχει από το σύνδρομο του Έλληνα τουρίστα στο εξωτερικό. Όπως ο Έλληνας όταν βρίσκεται στην Ελλάδα δεν πρόκειται να πει «καλημέρα» ούτε στο γείτονά του, αλλά μόλις πετύχει συμπατριώτη του στο εξωτερικό αρχίζει τους εναγκαλισμούς και τα κεράσματα, έτσι και ο Έλληνας σπίκερ όταν περιγράφει έναν αγώνα μεταξύ ελληνικών ομάδων κρατάει τους τύπους αναφέροντας τους παίκτες με τα επίθετα τους, ενώ μόλις κάποιος από τους ίδιους παίκτες αγωνιστεί σε ομάδα του εξωτερικού, τον αναφέρει πάντοτε με το μικρό του σαν να ναι κολλητός του από το δημοτικό.

Περιττό να αναφέρω, πως ο Έλληνας παίκτης που αγωνίζεται στο εξωτερικό μετατρέπεται αμέσως από τον Έλληνα σπίκερ από έναν παίκτη συγκεκριμένων δυνατοτήτων σε ένα ποδοσφαιριστή που είναι θέμα χρόνου να κερδίσει τη «Χρυσή μπάλα». Οποιαδήποτε καλή ενέργεια της ομάδας του οφείλεται σε αυτόν, ενώ πάντα έχει παίξει καθοριστικό ρόλο στη νίκη ή σε όποια άλλη επιτυχία. Δεν πρέπει να ξεχνάμε, άλλωστε, την πιο συνηθισμένη φάση της Ίντερ στις περιγραφές του Χάρη Αλευρόπουλου την εποχή που στους «νερατζούρι» αγωνιζόταν ο Γεωργάτος: «Γεωργάτος...Γεωργάτος με την μπάλα...πάσα στον Γεωργάτο...».

Αιθέρια ύπαρξη

Βέβαια, υπάρχουν και στιγμές που ο Έλληνας σπορτκάστερ τα πάει μια χαρά. Δεν προσπαθεί να τραβήξει την προσοχή και κρατά μια ισορροπία μεταξύ παράθεσης στατιστικών στοιχείων και περιγραφής των φάσεων. Όλα βαίνουν καλώς, μέχρι ο σκηνοθέτης να δείξει πλάνο από τις εξέδρες του γηπέδου που περιλαμβάνει κάποια γυναίκα. Τότε ο σπίκερ σαν να ήταν τα τελευταία δέκα χρόνια εξόριστος στη Γυάρο, αρχίζει τα σχόλια περί «ωραίων παρουσιών» και «αιθέριων υπάρξεων» ανεξάρτητα αν εκείνη τη στιγμή η κάμερα δείχνει ένα μοντέλο, ένα 13χρονο κοριτσάκι με φακίδες και σιδεράκια ή την 82χρονη γιαγιά του Αλεσάντρο Φλορέντσι της Ρόμα.

Ένα άλλο κραυγαλέο μειονέκτημα του Έλληνα σπορτκάστερ είναι ότι τις περισσότερες φορές δεν παίρνει θέση για ένα καταφανέστατο σφαλτσοσφύριγμα του διαιτητή, παρόλο που παίκτες πέφτουν ένα μέτρο έξω από την περιοχή και δίνονται πέναλτι ή βοηθοί διαιτητών έχουν το χέρι με το σημαιάκι μόνιμα σηκωμένο σαν να χουν πάθει αγκύλωση, μόνο στις επιθέσεις μίας εκ των δύο ομάδων.

Από την άλλη, δεν είναι εύκολο για έναν σπίκερ να πει την άποψη του ελεύθερα, αφού τα τελευταία χρόνια δεν λείπουν οι απειλές και οι χειροδικίες κατά αθλητικών δημοσιογράφων, αλλά και οι απαγορεύσεις προέδρων στους παίκτες τους να κάνουν δηλώσεις σε συγκεκριμένα κανάλια, όταν στη μετάδοση από το κανάλι έχουν γίνει σχόλια για την ομάδα τους με τα οποία δεν συμφωνούν.

Στο παρελθόν, οι σπίκερ εξέφραζαν πιο εύκολα τις απόψεις τους, αφού δεν είχαν κάτι να φοβηθούν. Χαρακτηριστικό παράδειγμα η αντίδραση και το σχόλιο του Αλέξη Σπυρόπουλου στο πέναλτι που δίνεται στον Αλέκο Αλεξανδρή στο Καβάλα-Ολυμπιακός, 1-2 τη σεζόν 1996-97.

Λίγο χιούμορ

Έβλεπα τις προάλλες σε streaming το Αστέρας Τρίπολης- Τότεναμ σε αγγλική περιγραφή. Σε κάποια φάση ο σκηνοθέτης έδειξε τον Στάικο Βεργέτη, προπονητή του Αστέρα Τρίπολης, με το κλασικό σκυθρωπό του ύφος και ο Άγγλος εκφωνητής ανέφερε: "Είμαι δύο ολόκληρες μέρες στην Τρίπολη και έχω δει αυτόν τον τύπο - τον Βεργέτη - μόλις μια φορά να γελάει και αυτή μάλλον κατά λάθος".

Γέλασα και σκέφτηκα ότι δύσκολα κάποιος Έλληνας σπίκερ θα έλεγε παρόμοια ατάκα. Οι μεταδόσεις πολλών Ελλήνων σπίκερ είναι τόσο στιλιζαρισμένες που νιώθω πως αν η κάμερα γυρίσει και αντί για το γήπεδο δείξει τον σπίκερ, θα αντικρίσουμε έναν τύπο με κοστούμι, γραβάτα ασφυκτικά δεμένη και έναν χαρτοφύλακα στο δεξί χέρι. Δεν χρειάζεται ο σπίκερ κατά τη διάρκεια της μετάδοσης να κάνει stand-up-comedy, αλλά και λίγο χιούμορ δεν βλάπτει.

Γκέκας και Ψυχογιόπουλος

Μετά το 2004 και την κοινή πεποίθηση μεταξύ σπίκερ και φιλάθλων ότι οι κραυγές ηδονής από το μικρόφωνο πουλάνε, ξεκίνησε μια άνευ προηγουμένου αύξηση ντεσιμπέλ στις περιγραφές των γκολ της Εθνικής. Αν σκεφτούμε όλοι τις αντιδράσεις μας στα γκολ της Εθνικής στην πορεία προς το ευρωπαϊκό του 2004, μπορούμε να κατανοήσουμε και να δικαιολογήσουμε τα ξεσπάσματα των σπίκερ και ιδιαίτερα του Χελάκη και του Βερνίκου εκείνο το καλοκαίρι, όμως από τότε το κακό έχει παραγίνει. Δεν λέω, πολύ σημαντικό το πρώτο γκολ και η πρώτη νίκη της Εθνικής σε Μουντιάλ, αλλά ας κρατήσουμε λίγο και τα προσχήματα.

Εξαιρείται η «μαύρη θύελλα» και ο Ψυχογιόπουλος, για τον οποίο καμία αντίδραση δεν θεωρείται υπερβολική.

Και πως να γλιτώσει;

Η λίστα των λόγων που (δεν) αγαπάμε τους Έλληνες σπίκερ δεν έχει τελειωμό. Βέβαια, για να μαι δίκαιος θα πρέπει να αναφέρω ότι προφανώς υπάρχουν και εξαιρέσεις, ενώ οι περισσότεροι σπίκερ δεν έχουν όλα, αλλά ένα-δύο από τα παραπάνω χαρακτηριστικά.

Κλείνοντας, χωρίς να θέλω να χρυσώσω το χάπι, ο Έλληνας σπίκερ είναι άτυχος και η αδυσώπητη κριτική από τους Έλληνες φιλάθλους αναμενόμενη, αφού γεννήθηκε σε μια χώρα όπου σχεδόν όλοι οι άντρες που παρακολουθούμε ποδόσφαιρο, θεωρούμε πως θα μπορούσαμε να παίξουμε καλύτερα από τους ποδοσφαιριστές, να κοουτσάρουμε καλύτερα από τους προπονητές και να σφυρίξουμε δικαιότερα από τους διαιτητές. Ε, ο σπίκερ θα μας γλίτωνε;

Τα καλύτερα του Contra.gr

ΦΑΚΕΛΟΣ ΡΟΜΠΕΡΤΟ: Γιατί δεν παίζει στην Εθνική Ισπανίας

Paparazzi: Ένα δάκρυ κύλησε: Oι ΕΠΙΚΕΣ περιγραφές

Simply the Best: Σπάνιες φωτογραφίες του Τζορτζ Μπεστ

24MEDIA NETWORK